Η αρχιτέκτωνας και επιστημονική συνεργάτις των αρχείων νεοελληνικής αρχιτεκτονικής του Μουσείου Μπενάκη κα Σακκά-Θηβαίου Μαργαρίτα έδωσε ομιλία με θέμα: «Οικογένεια Θεοδωράκη 19ος-20ος αιώνας: Ύδρα, Αλεξάνδρεια, Καρελάς» στα πλαίσια της ΙΕ΄ Επιστημονικής Συνάντησης Νοτιοανατολικής Αττικής που διοργάνωσε η Εταιρεία Μελετών Νοτιοανατολικής Αττικής από τις 17 έως και τις 20 Οκτωβρίου 2013.
Η κα Σακκά στη μελέτη της παρουσίασε την ιστορική πορεία της οικογένειας Θεοδωράκη από την Ύδρα, από την οποία έφυγε για να εγκατασταθεί στην Αλεξάνδρεια στα 1900 ο Δημήτριος Αν. Θεοδωράκης, ο οποίος και ανέλαβε τη διεύθυνση του βαμβακεμπορικού οίκου του πεθερού του, Νικόλαου Καζούλη, μέχρι το 1912, και από την Αλεξάνδρεια στην Αθήνα, όπου και εγκαταστάθηκαν τα αδέρφια Νικόλαος και Αναστάσιος Θεοδωράκης, οι οποίοι προχώρησαν και στην αγορά του κτήματος «ΚΑΡΕΛΑ» στην περιοχή του Κορωπίου στην Αττική.
Είναι σημαντικό ότι τα μέλη της οικογένειας Θεοδωράκη, από την άφιξη τους στην Αλεξάνδρεια μέχρι δε και τη στιγμή που εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα, υπήρξαν ενεργά μέλη της Ελληνικής Κοινότητας Αλεξανδρείας. Πιο συγκεκριμένα:
Ο Δημήτριος Αν. Θεοδωράκης διετέλεσε αντιπρόεδρος και επίτιμος πρόεδρος της Ελληνικής Κοινότητας Αλεξανδρείας, προϊστάμενος της Εφορείας των Σχολείων, πρόεδρος του Συνδέσμου Φιλελευθέρων, της Ελληνικής Λέσχης, ιδρυτής του Ναυτικού Ομίλου και ένας από τους ιδρυτές του Ελληνικού Εμπορικού Επιμελητηρίου, του οποίου διετέλεσε αντιπρόεδρος και πρόεδρος.
Ο Αναστάσιος Θεοδωράκης διετέλεσε Κοινοτικός Επίτροπος και Σύμβουλος του Ελληνικού Εμπορικού Επιμελητηρίου Αλεξανδρείας.
Το Μπενάκειο Ορφανοτροφείο ιδρύθηκε το 1909 με δωρεά της οικογένειας Μπενάκη και συγκεκριμένα των Εμμανουήλ και Βιργινίας Μπενάκη. Το Μπενάκειο έκανε δεκτά κορίτσια τα οποία ήταν ορφανά από δύο γονείς, ή είχαν μόνο έναν γονεά ο οποίοι αδυνατούσε να καλύψει τις ανάγκες του παιδιού.
Το ίδρυμα παρείχε τη στοιχειώδη εκπαίδευση (δημοτικό) στις τροφίμους κοπέλες που φυσικά έμεναν εσώκλειστες και δεν δικαιούταν να αποχωρήσουν από το ίδρυμα πριν ολοκληρώσουν τη βασική τους μόρφωση. Όσες το επιθυμούσαν στέλνονταν στα δευεροβάθμια σχολεία της Ε.Κ.Α. (Σαλβάγειος, Αβερώφειο, Αγγλικές Σχολές κ.ά.), ενώ οι υπόλοιπες μπορούσαν να παρακολουθήσουν το τμήμα Οικοκυρικής που λειτουργούσε στο Ορφανοτροφείο. Η προσφορά του ιδρύματος ήταν μεγάλη. Μέσα σε αυτό οι εσώκλειστες κοπέλες μάθαιναν κοπτική και ραπτική, καθώς και κάποιες άλλες εργασίες τεχνικής φύσης.
Το ίδρυμα είχε κατά κάποιο τρόπο μια αυτοτέλεια, υπό την εποπτεία της ΕΚΑ φυσικά. Η εποπτεία όμως της καθημερινής δραστηριότητας βρισκόταν κάτω από τη φροντίδα επιτροπής, της οποίας πρόεδρος ήταν για πολλά χρόνια η Αργίνη Μπενάκη Σαλβάγου, γόνος της ιδρύτριας οικογένειας. Είναι εξάλλου γνωστό ότι πριν λειτουργήσει ως Μπενάκειο Ορφανοτροφείο, είχε δημιουργηθεί το “Μικρό Άσυλο”, που είχε τη φροντίδα της Βιργινίας Μπενάκη, συζύγου του Εμμανουήλ, καθώς και της Πηνελόπης Μπενάκη Δέλτα, πριν εγκαταλείψει την Αλεξάνδρεια.
Από την ίδρυση του και μέχρι τη δεκαετία του ’60 το Μπενάκειο Ορφανοτροφείο φιλοξένησε περίπου 1.200 κοπέλες ορφανές. Το 1967 αποχώρησε η Δ/τρια Θ. Βαλασίδου και ανέλαβε τη διεύθυνση η Σοφία Στεφανάκη, ήδη Δ/τρια της Σχολής Αμφιέσεως που είχε μεταφερθεί από το Ζερβουδάκειο στο Μπενάκειο Μέγαρο.
Το 1970 έπαψε να λειτουργεί το Ορφανοτροφείο που επί τόσες γενιές είχε εκπαιδεύσει και γενικότερα μορφώσει κοπέλες της Ελληνικής παροικίας Αλεξανδρείας. Το κτίριο του Μπενακείου Ορφανοτροφείου παραχωρήθηκε το 1971-1972 στο Ελληνικό Δημόσιο και εκεί στεγάστηκαν οι υπηρεσίες του Γενικού Προξενείου της Ελλάδας στην Αλεξάνδρεια, που λειτουργούν μέχρι και σήμερα.
(Πηγή: Σουλογιάννης, Ε. Η Ελληνική Κοινότητα Αλεξανδρείας 1843-1993, Αθήνα: Ε.Λ.Ι.Α, 2005, σσ. 241-242)
Πριν από μερικές μέρες βρέθηκα στο σπίτι ενός Αλεξανδρινού, γνωστού σε όλους με την ιδιότητα του τυπογράφου. Ονομάζεται Παναγιώτης Βελετζάς και διατηρούσε μαζί με τ’ αδέλφια του το ομώνυμο τυπογραφείο στην Αλεξάνδρεια. Πηγαίνοντας στην Αγγλία έμαθε την μοντέρνα φωτολιθογραφία και έφερε μαζί του μια τελευταίου τύπου τυπογραφική μηχανή με την οποία έκανε θαυμάσια πράγματα, όπως μας λέει ο ίδιος. Όμως το 1989 αποφάσισε να πουλήσει την επιχείρηση και να μετακομίσει μόνιμα στην Αθήνα μαζί με την οικογένειά του. Τον συνάντησα στο σπίτι του στο Παλαιό Φάληρο. Στο τραπέζι βρισκόταν ένα μικροσκοπικό μοντέλο πολεμικού αεροπλάνου τύπου «Spitfire» που του χάρισε ο γιος του και ένα άλμπουμ με φωτογραφίες από τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο. Ήταν σαφές ότι σήμερα, παραμονές της 28ης Οκτωβρίου, θα μου μιλούσε για κάτι εντελώς διαφορετικό. Θα μου εξιστορούσε τις περιπέτειές του ως πιλότου της πολεμικής αεροπορίας κατά την διάρκεια του πολέμου. Τον αφήνουμε να μας τις διηγηθεί:
«Από μικρό παιδί μου άρεσε να πετάω. Έκανα χάρτινα αεροπλανάκια και τα πετούσα μέσα στην τάξη. Έτσι όταν ήρθαν να με επιστρατεύσουν εγώ τους ζήτησα αμέσως να πάω στην αεροπορία. Ήταν βλέπεις η μοναδική μου ευκαιρία να πετάξω. Όταν ξεκίνησε ο πόλεμος και συγκροτήθηκε ο στρατός της Μέσης Ανατολής στον οποίο υπηρέτησαν πολλοί Αιγυπτιώτες εγώ ήμουν μόνο δεκαεννέα χρονών. Μαζί λοιπόν με τον ξάδελφό μου τον Σπύρο Αλμπάνη καταταγήκαμε στην αεροπορία, αλλά από τα 150 άτομα που επιστρατεύτηκαν μόνο οι είκοσι γίναμε πιλότοι. Εκπαιδευτήκαμε στη Νότιο Ροδεσία και ταξιδέψαμε με ένα υδροπλάνο του καιρού εκείνου κάνοντας τέσσερις πτήσεις για να φτάσουμε στη Νότιο Αφρική. Εκεί έμαθα πώς πετάνε και μετά από έξι με οκτώ μήνες εκπαίδευσης με θεώρησαν πλέον ικανό να γίνω πιλότος μονοκινητήριου. Οδηγούσα αεροπλάνο διώξεως τύπου «Spitfire» σαν αυτό εδώ το μοντέλο, που ήταν ένα μικρό και ευέλικτο αεροπλάνο. Ώρες πτήσεις έχω γράψει και με ένα άλλο καταδιωκτικό τύπου «Hurricane» αλλά πολύ λιγότερες σε αριθμό. Στο αεροπλάνο ήμουν ολομόναχος και έχω καταγράψει συνολικά 514 ώρες πολέμου που δεν είναι πολλές σε σχέση με άλλους που έχουν 1000.
Τελειώνω λοιπόν τη σχολή της Ροδεσίας και μας στέλνουν πρώτα στην έρημο και μετά στην Ελλάδα όπου λάβαμε μέρος σε πολλές επιχειρήσεις. Στο Ελ Αλαμέιν η δική μου μοίρα δεν συμμετείχε γιατί χρησιμοποίησαν βομβαρδιστικά αεροπλάνα που έριχναν βόμβες.
Στο στρατό υπηρέτησα συνολικά τρεισήμιση χρόνια και εκεί έμαθα ότι ο πόλεμος είναι τρομερό πράγμα. Θυμάμαι ένα περιστατικό που μου είχε συμβεί και με είχε τρομοκρατήσει. Όταν ήρθα στην Ελλάδα με έστειλαν στη Μήλο σε μυστική αποστολή. Μας έδωσαν λοιπόν διαταγή να ελέγξουμε αν υπήρχαν ακόμα γερμανικά υποβρύχια κρυμμένα στους δύο μεγάλους κόλπους του νησιού. Την ώρα όμως που εγώ κι ένας φίλος μου πετούσαμε πάνω από το νησί και φωτογραφίζαμε, οι αντίπαλοι άρχισαν να μας βομβαρδίζουν. Εκείνη τη στιγμή κυριολεκτικά «έχασα τη γη κάτω από τα πόδια μου» και άκουσα τον φίλο μου να φωνάζει μέσω ασυρμάτου: «Ρε Τάκη βάλε μούρη μπροστά και πέσε να φύγουμε…». Εκείνη τη φορά πραγματικά φοβήθηκα πάρα πολύ. Μιας όμως κι έχουμε την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου σε δύο μέρες, θα σου διηγηθώ κι έναν ακόμα κίνδυνο που πέρασα κατά τη διάρκεια των πτήσεών μου. Είχε μόλις ελευθερωθεί η Αθήνα και θα γινόταν η πρώτη παρέλαση για τον εορτασμό της 28ης Οκτωβρίου. Ήρθε λοιπόν διαταγή να παρελάσει και η αεροπορία. Την ώρα της παρέλασης εμείς -16 αεροπλάνα το ένα δίπλα στο άλλο- θα περνούσαμε πάνω από τη βουλή και τους επισήμους. Κατά τη διάρκεια όμως της δοκιμής εγώ έμενα πίσω γιατί το αεροπλάνο μου παρουσίασε πρόβλημα και δεν ανέπτυσσε ταχύτητα. Βλέποντας ο αρχηγός την καθυστέρησή μου, μου λέει από τον ασύρματο: «Βελετζά αν μπορείς έλα, αλλιώς γύρνα πίσω μόνος σου». Και ευτυχώς που επέστρεψα, διαφορετικά θα είχα προσγειωθεί πάνω στην παρέλαση και ποιός ξέρει πόσους θα είχα πάρει μαζί μου.
Ένα άλλο περιστατικό που θυμάμαι είναι από την εποχή που είχε ελευθερωθεί η Θεσσαλονίκη. Εμένα η Μοίρα μου ήταν η 336η και είχε ως βάση της την Αθήνα. Κάποια στιγμή όμως μου ανέθεσαν μια αποστολή στη Θεσσαλονίκη (να παραδώσω έναν φάκελο στο εκεί αρχηγείο της αεροπορίας) την οποία θα εκτελούσα με το αεροπλάνο μου. Όταν το άκουσα σκέφτηκα αμέσως ότι στη μέση της διαδρομής ήταν το χωριό μου, ο Κισσός Πηλίου, όπου είχα πολλούς συγγενείς. Έκανα λοιπόν κάτι που είχα ακούσει από έναν φίλο. Πήρα έναν άδειο κάλυκα από κανόνι, έβαλα μέσα ότι χρήματα είχα κι ένα γράμμα και τον έκλεισα. Στη συνέχεια αγόρασα μια κορδέλα 5 μέτρων και την έδεσα πάνω στον κάλυκα. Όταν απογειώθηκα τον πήρα μαζί μου και άρχισα να ψάχνω με το αεροπλάνο το χωριό μου. Μόλις το βρήκα άρχισα να κάνω βόλτες πάνω από την κεντρική πλατεία. Από το θόρυβο που έκανε το αεροπλάνο όλο το χωριό βγήκε έξω να δει τι γίνεται. Στην τρίτη βόλτα έκοψα μηχανή, πέταξα τον κάλυκα από το αεροπλάνο και έτσι όπως άνοιξε η κορδέλα μπόρεσαν οι κάτοικοι να δουν σε πιο σημείο θα έπεφτε. Πολλά χρόνια αργότερα έμαθα ότι αυτά τα χρήματα βοήθησαν πολύ το χωριό εκείνα τα δύσκολα χρόνια».
Μετά την αποστράτευσή του ο κ. Βελετζάς δεν ξαναπέταξε ποτέ μόνος.
Η Ελληνική Κοινότητα Αλεξανδρείας έχοντας παράδοση στην προσφορά προς την Ελλάδα, δε θα μπορούσε να απέχει από το μεγάλο αγώνα που η πατρίδα διεξήγαγε κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η προσφορά μεγάλη και υλική αλλά και σε ανθρώπινο δυναμικό.
Το 1940 ο Γενικός Πρόξενος της Ελλάδας στην Αλεξάνδρεια Κ. Βαλτής αναλαμβάνει την πρωτοβουλία να συστήσει την Εθνική Επιτροπή Ελλήνων Αλεξανδρείας, με έδρα τα γραφεία της Ελληνικής Κοινότητας Αλεξανδρείας. Στην επιτροπή πρόεδρος είναι ο ίδιος ο Γενικός Πρόξενος και μετέχουν πολύ αξιόλογοι Αλεξανδρινοί:
Το Μάρτιο του 1941 τα σχολεία της Ε.Κ.Α. παραχωρούνται στον Ελληνικό Στρατό, που αρχίζει να καταφθάνει στην Αλεξάνδρεια, μετά την κατάρρευση του μετώπου της Βορείου Ελλάδος, για να φιλοξενηθούν οι ιππείς, οι οποίοι είναι και οι πρώτοι Έλληνες στρατιώτες που φτάνουν. Το Μπενάκειο Συσσίτιο αναλαμβάνει τη σίτιση τους. Ταυτόχρονα τα σχολεία της Ε.Κ.Α. γίνονται κέντρο της Ελληνικής Παθητικής Αεράμυνας, την οργάνωση της οποίας είχε αναλάβει ο Ρ. Ρεμανδάς σε συνεργασία με τον Κυανό Σταυρό του Συλλόγου Ελλήνων Επιστημόνων Αλεξανδρείας «Πτολεμαίος ο Α΄». Τα σχολεία όμως πρόσφεραν και ανθρώπινο δυναμικό. Μέχρι τις 18 Φεβρουαρίου 1942 και ως αποτέλεσμα της επιστράτευσης οκτώ ηλικιών, είχαν στρατολογηθεί 14 διοικητικοί υπάλληλοι και 2 καθηγητές, οι οποίοι πολέμησαν στο Αλαμέιν, στη Μεσόγειο με το Ελληνικό Ναυτικό και στην Ελληνική Αεροπορία που δρούσε στη Βόρειο Αφρική.
Στα κτίρια της Ε.Κ.Α. στεγάστηκε η έδρα της «Επιτροπής Περιθάλψεως Οικογενειών Επιστράτων», η «Φανέλλα του Στρατιώτου», το «Δέμα του Στρατιώτου», το «Σώμα Ελληνίδων Εθελοντριών Νοσοκόμων Αιγύπτου», το «Σπίτι του Ναύτη» κ.α.
Η μεγαλύτερη, ίσως, βοήθεια της Ε.Κ.Α., πέραν του ανθρώπινου δυναμικού, στην αγωνιζόμενη Ελλάδα προσφέρθηκε μέσω του Ελληνικού Νοσοκομείου «Θεοχ. Κότσικας». Αρχικά και για μερικούς μήνες του 1941 εγκαθήστατε και λειτουργεί στους χώρους του Ελληνικού Νοσοκομείου το Γενικό Αυστραλιανό Νοσοκομείο, χωρητικότητας 250 κλινών. Εν συνεχεία η Ε.Κ.Α. παραχωρεί το Ελληνικό Νοσοκομείο στην Ελληνική Κυβέρνηση για να λειτουργήσει εκεί το Ελληνικό Ναυτικό Νοσοκομείο, χωρητικότητας 250 κλινών. Ενώ στη συνέχεια προστίθενται άλλες 250 κλίνες για την κάλυψη των αναγκών στρατού ξηράς και αεροπορίας. Ταυτόχρονα η Ε.Κ.Α. υπογράφει συμβόλαιο φιλοξενίας του 2ου Νεοζηλανδικού Εκστρατευτικού Σώματος και κάλυψης των αναγκών του σε θέματα περίθαλωης τραυματιών. Στο Ελληνικό Νοσοκομείο προσφεύγουν όμως και οι ναυτεργάτες και αξιωματικοί του εμπορικού ναυτικού, καθώς και μέλη οικογενειών επιστράτων και τραυματίες από τις αεροπορικές επιδρομές των δυνάμεων του Άξονα (Γερμανία, Ιταλία).
Ο Ιερός Ναός του Ευαγγελισμού εξυπηρετεί τις θρησκευτικές ανάγκες των Ελλήνων στρατιωτών, με την τέλεση Ακολουθιών, Δοξολογιών και Μνημοσύνων, τα οποία συνήθως τελούνταν από τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας Χριστόφορο και στις οποίες παρευρίσκονταν η στρατιωτική και πολιτική ηγεσία. Στον αυλόγηρο του ναού εντοιχίστηκαν πλάκες με τα ονόματα των πεσόντων Ελλήνων στρατιωτών, ναυτών και αεροπόρων στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι περισσότεροι από αυτούς κηδεύτηκαν με δαπάνες της Ε.Κ.Α. Παράλληλα παραχωρήθηκε χώρος στο 2ο Νεκροταφείο της Ε.Κ.Α. όπου ανεγέρθη το «Ηρώο των εν Μέση Ανατολή πεσόντων υπέρ της πατρίδος Ελλήνων αεροπόρων», με δαπάνη των Θ. Κότσικα, προέδρου της Ελληνικής Κοινότητας Καΐρου και Μ. Σαλβάγου, προέδρου της Ελληνικής Κοινότητας Αλεξανδρείας.
(Πηγή: Σουλογιάννης, Ε. Η Ελληνική Κοινότητα Αλεξανδρείας 1843-1993, Αθήνα: Ε.Λ.Ι.Α, 2005, σσ. 281-283)