Ετικέτα: Ποίηση

  • Βραδιές ποίησης στο ΣΑΕ

    Βραδιές ποίησης στο ΣΑΕ

    download

     

    Τη Δευτέρα 7 Οκτωβρίου  ο Σύνδεσμος Αιγυπτιωτών Ελλήνων, συνεχίζοντας τις πολύ πετυχημένες πολιτιστικές του εκδηλώσεις, διοργάνωσε εκδήλωση για το έργο του Ντίνου Χριστιανόπουλου.

    Το έργο του ποιητή παρουσίασε η Καθηγήτρια Κοινωνικής-Κλινικής Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης και Γ.Γ. του Ελληνικού Συνδέσμου Ηνωμένων Εθνών κα Αναστασία-Βαλεντίνη Ρήγα και εν συνεχεία ο κος Χριστιανόπουλος απήγγειλε ποιήματα του.

    Το κοινό είχε την ευκαιρία να απολαύσει και τη γνωστή ηθοποιό κα Κατερίνα Χέλμη στην απαγγελία του έργου του κου Χριστιανόπουλου «Τα πεζά».

    Η βραδιά ολοκληρώθηκε με τις μελωδίες της Χορωδίας του Συνδέσμου Αιγυπτιωτών Ελλήνων υπό τη διεύθυνση του κ. Ιωάννη Λαζαρίδη και τη συνοδεία στο πιάνο από τη σολίστ κα Φιφίκα Μπρούσιανου.

    Οι βραδιές ποίησης συνέχισαν με μεγάλη επιτυχία στο Σύνδεσμο Αιγυπτιωτών Ελλήνων και τη Δευτέρα 14 Οκτωβρίου διοργανώθηκε με εξίσου σημαντική επιτυχία η παρουσίαση των ΑΠΑΝΤΩΝ της Μανσουριανής ποιήτριας Ολυμπίας Καραγιωργά με τίτλο

    «Στο Φως το Χρυσαφί, 1960-2010»

    Την παρουσίαση του έργου έκαναν η κα Πέρσα Κουμούτση και ο κ. Γιώργος Σφακιανάκης.

    Η εκδήλωση έγινε σε συνεργασία με το Σύλλογο Αποφοίτων Γυμνασίου Μανσούρας Αιγύπτου.

  • Γλαύκος Αλιθέρσης (1897-1965): ο Κύπριος λυρικός ποιητής της Αλεξάνδρειας

    Γλαύκος Αλιθέρσης (1897-1965): ο Κύπριος λυρικός ποιητής της Αλεξάνδρειας

    001 alithersis photoΟ Γλαύκος Αλιθέρσης, μαζί με τον Πέτρο Μάγνη, θεωρείται ότι συγκαταλέγεται στους σημαντικότερους αιγυπτιώτες ποιητές ύστερα, βέβαια, από την κορυφαία μορφή του Καβάφη και σε μεγάλη απόκλιση από τον τελευταίο. Αν ο Καβάφης βρίσκεται στο κέντρο του κύκλου ο Αλιθέρσης και μαζί του ένας ικανός αριθμός ποιητών κινούνται στον περίγυρο διανθίζοντας και συμπληρώνοντας τον ενδιάμεσο κενό χώρο. Η σημασία και η προσφορά τους δεν έχουν αποτιμηθεί επαρκώς ακόμη μέχρι τις μέρες μας, γεγονός που σηματοδοτεί αξιοπρόσεκτη έλλειψη για μια συνθετική και σφαιρικότερη μελέτη της πνευματικής και διανοητικής εν γένει κίνησης της αλεξανδρινής παροικίας και, συνολικότερα, των ελληνικών παροικιών στην Αίγυπτο.

    Είναι, νομίζουμε, εξαιρετικά ενδιαφέρον και ελκυστικό για τον επίδοξο μελετητή της νεοελληνικής γραμματείας να ερευνήσει και να φωτίσει με τη δέουσα προσοχή, συνδυαστικά, διαλεκτικά και αντιστικτικά όχι μόνο τις δεσπόζουσες μορφές, αλλά όλες εκείνες τις ποικίλες λογοτεχνικές και διανοητικές κινήσεις, τάσεις, ροπές, ιδέες και ρεύματα που θα μπορέσουν να ερμηνεύσουν το μοναδικό, σε μεγάλο βαθμό, φαινόμενο για τον νεότερο απόδημο ελληνισμό μιας εξαιρετικά πολύμορφης, πρωτότυπης και πλούσιας διανοητικής διαδρομής.

    001 alithersis

    Ύστερα από την παραπάνω μικρή παρένθεση ας γυρίσουμε ξανά στον «ελάσσονα» ποιητή Γλαύκο Αλιθέρση, ψευδώνυμο του Μιχάλη Χατζηδημητρίου, ο οποίος σε νεαρή ηλικία άφησε τη Λεμεσό, την αγαπημένη γενέθλια πόλη του, για να μεταναστεύσει στην Αλεξάνδρεια. Μετά τις γυμνασιακές σπουδές πήγε στην Αθήνα για να σπουδάσει φυσική αγωγή. Εκεί στα φοιτητικά χρόνια του ήρθε σε στενότερη γνωριμία με τους ελληνικούς λογοτεχνικούς κύκλους και τις πνευματικές αναζητήσεις της εποχής. Τότε έγραψε την ποιητική συλλογή Γαλανά δαχτυλιδάκια (1919), την οποία, σε μεταγενέστερη αποτίμηση του έργου του, περιέγραψε ως «βιβλίο των μιμήσεων». Στη συνέχεια κυκλοφόρησε στα 1921 τα Κρινάκια του γιαλού και δύο χρόνια αργότερα, στα 1923 τους Οραματισμούς του εωσφόρου, μιας συλλογής όπου διακρίνεται καθαρότερα πλέον η προσωπική γραφή του ποιητή, ο οποίος αρχίζει να  βρίσκει την δική του διακριτή φωνή.  Εργάστηκε ως γυμναστής στα εκπαιδευτήρια της Ελληνικής Κοινότητας Αλεξάνδρειας. Επαναπατρίστηκε στην Κύπρο το 1963 όπου δυο χρόνια αργότερα απεβίωσε.

    002 alithersis

    Ο Αλιθέρσης, στη γνωστή διαμάχη για την πρωτοκαθεδρία μεταξύ του Καβάφη και του Παλαμά, συντάσσεται ανεπιφύλακτα με τον τελευταίο, όχι τόσο επειδή η ποίησή του συγκλίνει με την παλαμική όσο, μάλλον, για λόγους ιδιοσυγκρασιακής συγγένειας. Στα 1934, ένα μόλις χρόνο μετά τον θάνατο του αλεξανδρινού ποιητή, κυκλοφόρησε το βιβλίο Το πρόβλημα του Καβάφη, ένα κείμενο με το οποίο επιχειρεί να αποτιμήσει απαξιωτικά την καβαφική ποίηση υπερτονίζοντας τις αρνητικές εντυπώσεις του ανθρώπου σε βάρος του δημιουργήματός του. Παραθέτουμε τις πρώτες γραμμές του κειμένου που προδιαθέτουν σε μεγάλο βαθμό για όσα ακολουθούν:

    «Η καθαρή αξία της προσωπικότητας του Καβάφη, νομίζω δε βρίσκεται τόσο στην ποίησή του, όσο στις «φήμες» που ο μεγάλος εκείνος ηθοποιός κατόρθωσε να δημιουργήση. Ο Καβάφης δημιούργησε φήμες για τη ζωή του και φήμες για την τέχνη του. Ο τρόπος της ομιλίας κ’ η προφορά του, η στάση κ’ η χειρονομία του, η απόκρυψη της ηλικίας κ’ η φαινομενικά ιδιόρρυθμη και σαν αποτραβηγμένη από την κοινωνία ζωή του, από τη μια∙ κι απ’ την άλλη, ο παράξενος ιστορισμός του με τα παράξενα θέματα και πρόσωπα που αγκαλιάζει ο στίχος του, τα ύπουλα και θεληματικά ξεκαρφώματα του, ενάντια των καθιερωμένων στην ποίησή μας μετρικών συστημάτων και μεθόδων, οι φωναχτές και εξεζητημένες του ομοιοκαταληξίες, σπάνιες μα συχνά κωμικές, τα feuilles volantes κ’ η μυστική κυκλοφορία των ποιημάτων του. Και γύρω του, και πάνω απ’ όλα, οι ψίθυροι για ένα εντελώς αλοιώτικο τρόπο ζωής, με πρόσωπα ύποπτα, με υποκείμενα καταδικασμένα στην κοινή αντίληψη και ξεγραμμένα στην εχτίμηση της κοινωνίας. Μυστικές πληροφορίες και διάδοσες για μια ζωή δοσμένη και ζυμωμένη με σκάνδαλα και διανθισμένη με μύθους κι αλήθειες».

    003 alithersis

    Παρόλα αυτά, σύμφωνα με τον Μανώλη Γιαλουράκη, ο Αλιθέρσης, «μετά τον θάνατο του Καβάφη, υπήρξε ο κορυφαίος της αιγυπτιώτικης ποίησης. Κι ο στερνός της».

    Ο Κύπριος ποιητής υπήρξε ανήσυχο πνεύμα δοκιμάζοντας διαφορετικές τεχνοτροπίες και παρακολουθώντας με ενδιαφέρον τα λογοτεχνικά ρεύματα της εποχής του. Αν και κυρίως ασχολήθηκε με την ποίηση, ωστόσο, έγραψε μια αξιόλογη συλλογή διηγημάτων με τίτλο Αράχνες (1936), μια σειρά από κείμενα κριτικής, από τα οποία ξεχωρίζουν εκείνα για τον Νίκο Σαντορινιό και τον συμπατριώτη του Νίκο Νικολαΐδη,  μετέφρασε με αριστοτεχνικό τρόπο ποιήματα του Ρούπερτ Μπρουκ και δημοσίευσε δύο θεατρικά δράματα, ενδιαφέροντα για ανάγνωση αλλά χωρίς αξιώσεις να παρασταθούν στη σκηνή.

    004 alithersis

    Αξίζει να παραθέσουμε ορισμένες ζωηρές περιγραφές του Μανώλη Γιαλουράκη για τον άνθρωπο-ποιητή:

    «Γνωστός σα δάσκαλος και σε κείνους που δεν τον διάβασαν ποτέ, με τον ιδιόρρυθμο χαρακτήρα του και την ιδιόμορφή του αντίληψη της ζωής, έμεινε ως το τέλος ένας αλεξανδρινός «τύπος». Αρεσκόταν πολύ να περιτριγυρίζεται από νέους και να διηγείται ανέκδοτα και αναμνήσεις. Το καθιερωμένο του γνωστό «στέκι» ο Αθλητικός Όμιλος Ιβραημίας, συγκέντρωνε σχεδόν κάθε βράδυ νεαρούς διανοούμενους που τον άκουαν με σεβασμό. Ήτανε τότε συνταξιούχος… Σ’ ελληνικά μπακάλικα ο Αλιθέρσης έκανε πότε-πότε τραπέζια σε φίλους… Αλλά και «στο πόδι» έπινε συχνά στην Ιμπραημία. Ήταν ένας αληθινός εραστής της Αλεξάνδρειας που δεν ήθελε να πιστέψει πως ζούσε τη διάλυση της παροικίας. Όταν έφυγε για την Κύπρο έφυγε με μισή καρδιά».

    Ο Αλιθέρσης σε πολλά ποιήματα της πρώτης περιόδου με έντονη νοσταλγία και καημό θυμάται και αναλογίζεται τα παιδικά χρόνια στη γενέθλια πόλη του, τη Λεμεσό:

         «…Τώρα μονάχα νοσταλγώ ένα γυρισμό∙ να ζήσω

         μες στο ίδιο σπίτι ταπεινός και νάχω συντροφιά

         τα πράματα όλα που έτυχε παιδάκι ν’ αγαπήσω

         και στα ίδια ζώντας να με βρουν τα γερατιά.»

    Ωστόσο, από την Κύπρο, όπου επέστρεψε συνταξιούχος και έμεινε μονάχα δυο χρόνια πριν τον θάνατό του, νοσταλγεί την άλλη πατρίδα που εγκατέλειψε για πάντα, την Αλεξάνδρεια, όπου άφησε το «μισό εαυτό του», τους νεκρούς και ζωντανούς φίλους και πολλούς από τους πρώην μαθητές του. Αυτό το μετέωρο συναίσθημα είναι επίμονο και βασανιστικό στην περίπτωση του Αλιθέρση, όπως και πολλών λογοτεχνών της διασποράς, φανερώνοντας τη δυστοπία του βίου του μετανάστη, του πρόσφυγα, του εξόριστου, ο ορίζοντας του οποίου διαρκώς μετακινείται δίχως να βρίσκει ένα σταθερό σημείο ηρεμίας και γαλήνης.

    005 alithersis

    Η σπαρακτική κραυγή του ποιητή βρίσκει την πιο καθαρή λυρική έκφρασή της στην ποιητική συλλογή Μυστικός δείπνος (1944), ένα έργο με το οποίο θρηνεί τον θάνατο της πολυαγαπημένης κόρης του. Ο ίδιος σημειώνει: «Τα ποιήματα αυτά, που αφιερώνονται στην αξέχαστη Γλαύκη, δεν είναι παρά συνδυασμοί αισθημάτων και στοχασμών, προσαρμοσμένων στη μουσική διάθεση της στιγμής, που συνηθίσαμε καταχρηστικώς ν’ αποκαλούμε: στιγμή εμπνοής. Εικόνες και ίχνη μυστικισμού ανευρίσκονται κάπου. Μα ποτέ δεν ξεχνώ το Ελληνικό φως. Κι όταν ακόμα τη φωνή μου την εξαντλώ σ’ ένα επιφώνημα λύπης ή θαυμασμού και τότε πάλι δεν είναι άγονη. Περιέχει βαθύτερο, απ’ ότι μπορεί να συγκρατήσει μια εικόνα, στη συνθετότερη ουσία της. Ο παραλογισμός και τ’ όνειρο, που κεντρίζοντας τη διάθεση, σα να εξουσιάζουν το τραγούδι μου, δεν είναι η αναζήτηση καινοτροπίας. Γιατί η υφή μένει κλασσική».

    Οι κριτικοί του έργου του διαπιστώνουν μια επικράτηση ενός ιδιότυπου λογιοτατισμού στις τελευταίες συλλογές του, γεγονός που αποστερεί ζωτικούς χυμούς από την ποιητική δημιουργία του.

    Ωστόσο, αποτιμώντας την προσφορά του Αλιθέρση στα νεοελληνικά γράμματα ο Γιαλουράκης υποστηρίζει: «μια αισθητική αξιολόγηση της αιγυπτιώτικης λογοτεχνίας, μ’ οσοδήποτε αυστηρά κριτήρια, θα διαφυλάξει για τον Γλ. Αλιθέρση μια δεσπόζουσα θέση. Στη νεοελληνική λογοτεχνία, άλλωστε, η θέση του ανάμεσα στους ποιητές του «ελάσσονος λόγου», είναι εξασφαλισμένη».  Ο Ι. Μ. Χατζηφώτης παρατηρεί: «Ο Γλαύκος Αλιθέρσης δεν είναι μόνο ένας από τους σημαντικότερους ποιητές της περιόδου, αλλά και ένας από τους πιο αξιόλογους τοων αλεξανδρινών Γραμμάτων».

    006 alithersis

  • Εχθές

    Εχθές, την Κυριακή το πρωί, κατευθυνθήκαμε προς την εκκλησία του Ευαγγελισμού. Επί της οδού Σαλέχ Σάλεμ στεκόταν πάλι εκείνος. Ο χωρίς πρόσωπο άνθρωπος. Από κάποιο φοβερό έγκαυμα, τα μάτια, η μύτη, τα αυτιά του είχαν αφανιστεί, είχαν μεταβληθεί σε μιαν απαίσια άμορφη μάζα, όπου μόλις διακρίνονταν από τις μελανές ουλές των χειλιών του ως χαίνουσα πληγή το στόμα του, για να βογγά δυνατά από μέσα του και να στενάζει η μάνα του ντουνιά, η Αίγυπτος.
    Αργότερα, κατηφορίσαμε προς τη θάλασσα. Διασχίσαμε την Cornice για να αντιληφθούμε κατά τρόπο εκτυπώτερο, εδώ στη βόρεια ακτή της Αφρικής, ότι η θάλασσα είναι το σύνορο του κόσμου.

    Το μεσημέρι στη στήλη του «Πομπηίου» και αργότερα στον αρχαιολογικό χώρο Kom el Shoqafa, χαμηλά στο πετρώδες έδαφος, ανάμεσα στα ερείπια, ανάμεσα στα μνημεία, διακριτικά και ταπεινά, σε τούφες από καταπράσινο χορτάρι, διάσπαρτες, εδώ και εκεί, πόσες μικρές μαργαρίτες ξεπροβάλλουν, ως ανοιξιάτικο προανάκρουσμα, ανασηκώνοντας το άσημο κιτρινωπό – από ατόφιο ζωντανό χρυσό – κεφαλάκι τους!

    Άραγε τι να σημαίνει η πραγματικότητα που ζούμε; Αυτή η οργανωμένη – θα έλεγε κανείς – αταξία; Η δυναστική αλογία της ερήμου, ανάμεσα σε υπέρογκα λίθινα μνημεία; Tι σημαίνουν λοιπόν οι ένδοξοι τάφοι, τι νόημα έχουν οι σαρκοφάγοι που εκτίθενται στα μουσεία και οι κατακόμβες με τις ανάγλυφες παραστάσεις και τις σπουδαίες τοιχογραφίες στην καρδιά της άσχημης πόλης; Γιατί η τέχνη είναι ασφυκτικά νεκρή, εγκλωβίζει σ’ένα περίκλειστο σχήμα, ενώ κάθε τι ζωντανό, αληθινό, είναι εύθραυστο, ασήμαντο και νοσεί προς θάνατον;

    Πόσο πρέπει να πονέσουμε Θέ μου μέχρι να σε ψηλαψίσουμε ζώντα;

    25η Φεβρουαρίου. Εχθές. Πέρασε ο Γενάρης και ο κουτσουρεμένος Φλεβάρης έπνεε και τότε, εν έτει 2006, τα λοίσθια. Τότε που – μετά το πέρας της θείας λειτουργίας στον Άγιο Νικόλαο Έγκωμης στη Λευκωσία – τρέξαμε επί ματαίω, παρασυρμένοι από τον ενθουσιαμό του πατρός Ιωάννη, για να προλάβουμεμε τις μυγδαλιές ανθισμένες, στις πλαγιές του Τρόοδος.

    Και κύλησε ο χρόνος κλεφτά στο σήμερα. Γλιστρήσαμε από της κλεψύδρας την αδιόρατη, στενήν οπή στην 26η Φεβρουαρίου. Είμαι ακόμα ένας δίχως πρόσωπο άνθρωπος, καθώς σφαλώ – μόλις εξερχόμενος απο το Προξενείο – πίσω μου την πόρτα και επιστρέφω στην οικία μου αναπολώντας το έκτακτο προ δεκαημέρου δειλινό. Είναι, όπως και τότε, ίδια η ώρα που αντίκρισα το χαροποιό, καταιγιστικό, πανευφρόσυνο θέαμα. Η ώρα η γλυκιά με την εσπερινή αύρα και το λεπτό πορφύρωμα στο ραγισμένο ορίζοντα, στα μάτια. Στον εξώστη του παρακειμένου της οικίας μου οικοδομήματος, του «Μάννα», στο οποίο προσφάτως μετεγκαταστάθηκε σύσσωμο το Γηροκομείο της Ελληνικής Παροικίας, αποχωρώντας από το κτίριο του «Κανισκερείου», που δόθηκε προς ενοικίαση σε Γαλλικό σχολείο, στέκονταν δύο τρόφιμοι του Γηροκομείου και τηρούσαν με θαυμασμό και έξαρση – ο ένας απ’ αυτούς χειροκροτώντας – σμήνη πουλιών που σε χωριστούς – πλην όμως διαρκώς μεταβαλλόμενους και κάποτε συμπλεκόμενους – σχηματισμούς, χόρευαν με μιαν απαράμιλλη χορευτική δεινότητα πάνω από τη συστάδα των ομοιόμορφα κουρεμένων αειθαλών δασύφυλλων δέντρων που κοσμούν τον προαύλιο χώρο του Τοσιτσαίου – Πρατσικείου Δημοτικού Σχολείου. «Κύριε Τάσο, αυτό το πανηγύρι επαναλαμβάνεται κάθε απόγευμα εδώ και μέρες. Είναι σπουργίτια. Σε λίγο θα γεμίσουν τα δέντρα, θα πέσουν όλα στα δέντρα για να δοξολογήσουν το Θεό!», μου φώναξε ο ένας απ’ αυτούς, ο κύριος Γιάννης. Δεν είμαι κανένας ρομαντικός, αλλά όταν στη συνέχεια μπήκα στο σπίτι μου, βροντοφώναξα: «Είδατε τι γίνεται έξω; Καταιγισμός χαράς, καταιγισμός ζωής αιφνίδιος!». «Τώρα το πήρες είδηση εσύ; Eμείς μέρες παρατηρoύμε το θέαμα αυτό από το παράθυρο..» με επέπληξε τρυφερά η γυναίκα μου. Στάθηκα λοιπόν και εγώ για ώρα στο παράθυρο και θωρούσα τα νέφη των φτερωτών αγγέλων να συστέλλονται και να διαστέλλονται με μιαν και μόνη πνοή – ποιός ήταν ο μαέστρος; – ζωγραφίζοντας ποικιλότροπα φανταστικά σχέδια – ποιός ήταν ο ζωγράφος; – ώσπου να πέσουν με κατακόρυφες βουτιές, ένα – ένα, λίγα – λίγα και, καταληκτικά, αθρόα σαν πούσι στα δέντρα. Ώσπου να πέσουν αθρόα στα κλαδιά της ψυχής μου για ν’αρχινίσουν τις τρίλιες τους, φουσκώνοντας και ξεφουσκώνοντας μέσα στο ελάχιστο στήθος τους, λίγο πριν λουφάξουν.

    Πέρασαν οι μέρες. Τα σπουργιτάκια τα ξέχασα. Και όταν αργότερα τα αναζήτησα πάλι δεν τα βρήκα, μέρες τώρα αδυνατώ να γίνω εκ νέου αυτόπτης μάρτυς, να αναστήσω εκείνη την έκτακτη καθημερινή ρουτίνα των απογευμάτων. Σαν εχθές, σα σήμερα – θα ήταν λες – που κούρνιασαν στα κλαδιά της ψυχής μου, που κούρνιασαν – ναι – μέχρι τη Βασιλεία των Ουρανών.

  • Εχθές

    Εχθές

    Εχθές, την Κυριακή το πρωί, κατευθυνθήκαμε προς την εκκλησία του Ευαγγελισμού. Επί της οδού Σαλέχ Σάλεμ στεκόταν πάλι εκείνος. Ο χωρίς πρόσωπο άνθρωπος. Από κάποιο φοβερό έγκαυμα, τα μάτια, η μύτη, τα αυτιά του είχαν αφανιστεί, είχαν μεταβληθεί σε μιαν απαίσια άμορφη μάζα, όπου μόλις διακρίνονταν από τις μελανές ουλές των χειλιών του ως χαίνουσα πληγή το στόμα του, για να βογγά δυνατά από μέσα του και να στενάζει η μάνα του ντουνιά, η Αίγυπτος.
    Αργότερα, κατηφορίσαμε προς τη θάλασσα. Διασχίσαμε την Cornice για να αντιληφθούμε κατά τρόπο εκτυπώτερο, εδώ στη βόρεια ακτή της Αφρικής, ότι η θάλασσα είναι το σύνορο του κόσμου.

    Το μεσημέρι στη στήλη του «Πομπηίου» και αργότερα στον αρχαιολογικό χώρο Kom el Shoqafa, χαμηλά στο πετρώδες έδαφος, ανάμεσα στα ερείπια, ανάμεσα στα μνημεία, διακριτικά και ταπεινά, σε τούφες από καταπράσινο χορτάρι, διάσπαρτες, εδώ και εκεί, πόσες μικρές μαργαρίτες ξεπροβάλλουν, ως ανοιξιάτικο προανάκρουσμα, ανασηκώνοντας το άσημο κιτρινωπό – από ατόφιο ζωντανό χρυσό – κεφαλάκι τους!

    Άραγε τι να σημαίνει η πραγματικότητα που ζούμε; Αυτή η οργανωμένη – θα έλεγε κανείς – αταξία; Η δυναστική αλογία της ερήμου, ανάμεσα σε υπέρογκα λίθινα μνημεία; Tι σημαίνουν λοιπόν οι ένδοξοι τάφοι, τι νόημα έχουν οι σαρκοφάγοι που εκτίθενται στα μουσεία και οι κατακόμβες με τις ανάγλυφες παραστάσεις και τις σπουδαίες τοιχογραφίες στην καρδιά της άσχημης πόλης; Γιατί η τέχνη είναι ασφυκτικά νεκρή, εγκλωβίζει σ’ένα περίκλειστο σχήμα, ενώ κάθε τι ζωντανό, αληθινό, είναι εύθραυστο, ασήμαντο και νοσεί προς θάνατον;

    Πόσο πρέπει να πονέσουμε Θέ μου μέχρι να σε ψηλαψίσουμε ζώντα;

    25η Φεβρουαρίου. Εχθές. Πέρασε ο Γενάρης και ο κουτσουρεμένος Φλεβάρης έπνεε και τότε, εν έτει 2006, τα λοίσθια. Τότε που – μετά το πέρας της θείας λειτουργίας στον Άγιο Νικόλαο Έγκωμης στη Λευκωσία – τρέξαμε επί ματαίω, παρασυρμένοι από τον ενθουσιαμό του πατρός Ιωάννη, για να προλάβουμεμε τις μυγδαλιές ανθισμένες, στις πλαγιές του Τρόοδος.

    Και κύλησε ο χρόνος κλεφτά στο σήμερα. Γλιστρήσαμε από της κλεψύδρας την αδιόρατη, στενήν οπή στην 26η Φεβρουαρίου. Είμαι ακόμα ένας δίχως πρόσωπο άνθρωπος, καθώς σφαλώ – μόλις εξερχόμενος απο το Προξενείο – πίσω μου την πόρτα και επιστρέφω στην οικία μου αναπολώντας το έκτακτο προ δεκαημέρου δειλινό. Είναι, όπως και τότε, ίδια η ώρα που αντίκρισα το χαροποιό, καταιγιστικό, πανευφρόσυνο θέαμα. Η ώρα η γλυκιά με την εσπερινή αύρα και το λεπτό πορφύρωμα στο ραγισμένο ορίζοντα, στα μάτια. Στον εξώστη του παρακειμένου της οικίας μου οικοδομήματος, του «Μάννα», στο οποίο προσφάτως μετεγκαταστάθηκε σύσσωμο το Γηροκομείο της Ελληνικής Παροικίας, αποχωρώντας από το κτίριο του «Κανισκερείου», που δόθηκε προς ενοικίαση σε Γαλλικό σχολείο, στέκονταν δύο τρόφιμοι του Γηροκομείου και τηρούσαν με θαυμασμό και έξαρση – ο ένας απ’ αυτούς χειροκροτώντας – σμήνη πουλιών που σε χωριστούς – πλην όμως διαρκώς μεταβαλλόμενους και κάποτε συμπλεκόμενους – σχηματισμούς, χόρευαν με μιαν απαράμιλλη χορευτική δεινότητα πάνω από τη συστάδα των ομοιόμορφα κουρεμένων αειθαλών δασύφυλλων δέντρων που κοσμούν τον προαύλιο χώρο του Τοσιτσαίου – Πρατσικείου Δημοτικού Σχολείου. «Κύριε Τάσο, αυτό το πανηγύρι επαναλαμβάνεται κάθε απόγευμα εδώ και μέρες. Είναι σπουργίτια. Σε λίγο θα γεμίσουν τα δέντρα, θα πέσουν όλα στα δέντρα για να δοξολογήσουν το Θεό!», μου φώναξε ο ένας απ’ αυτούς, ο κύριος Γιάννης. Δεν είμαι κανένας ρομαντικός, αλλά όταν στη συνέχεια μπήκα στο σπίτι μου, βροντοφώναξα: «Είδατε τι γίνεται έξω; Καταιγισμός χαράς, καταιγισμός ζωής αιφνίδιος!». «Τώρα το πήρες είδηση εσύ; Eμείς μέρες παρατηρoύμε το θέαμα αυτό από το παράθυρο..» με επέπληξε τρυφερά η γυναίκα μου. Στάθηκα λοιπόν και εγώ για ώρα στο παράθυρο και θωρούσα τα νέφη των φτερωτών αγγέλων να συστέλλονται και να διαστέλλονται με μιαν και μόνη πνοή – ποιός ήταν ο μαέστρος; – ζωγραφίζοντας ποικιλότροπα φανταστικά σχέδια – ποιός ήταν ο ζωγράφος; – ώσπου να πέσουν με κατακόρυφες βουτιές, ένα – ένα, λίγα – λίγα και, καταληκτικά, αθρόα σαν πούσι στα δέντρα. Ώσπου να πέσουν αθρόα στα κλαδιά της ψυχής μου για ν’αρχινίσουν τις τρίλιες τους, φουσκώνοντας και ξεφουσκώνοντας μέσα στο ελάχιστο στήθος τους, λίγο πριν λουφάξουν.

    Πέρασαν οι μέρες. Τα σπουργιτάκια τα ξέχασα. Και όταν αργότερα τα αναζήτησα πάλι δεν τα βρήκα, μέρες τώρα αδυνατώ να γίνω εκ νέου αυτόπτης μάρτυς, να αναστήσω εκείνη την έκτακτη καθημερινή ρουτίνα των απογευμάτων. Σαν εχθές, σα σήμερα – θα ήταν λες – που κούρνιασαν στα κλαδιά της ψυχής μου, που κούρνιασαν – ναι – μέχρι τη Βασιλεία των Ουρανών.

    Τάσος Θεοφιλογιαννάκος