Ετικέτα: Μανώλης Γιαλουράκης

  • «Η Αίγυπτος των Ελλήνων» το εξαντλημένο  βιβλίο του Μανώλη Γιαλουράκη

    «Η Αίγυπτος των Ελλήνων» το εξαντλημένο βιβλίο του Μανώλη Γιαλουράκη

    Στη βιβλιοθήκη μου εδώ και πολλά χρόνια «στεγάζεται» στο επάνω ράφι της, ένα βιβλίο με το οποίο πολλές βραδιές, συνταξιδέψαμε στο εγγύς αλλά και μακρινό παρελθόν μέσω των ιστορικών του καταγραφών. Οι σελίδες του γεμάτες Ελλάδα και Αίγυπτο, Νείλο και Μεσόγειο, μνήμες, από μπαχάρια και αρώματα, αλλά και συγκίνηση για την πολιτισμική ομορφιά που δημιούργησαν εξαίρετοι ευεργέτες που συνέδεσαν την επιχειρηματικότητά τους με την αγάπη και για τις δυο πατρίδες τους. Τελικά είναι πολύ τυχερός εκείνος ο άνθρωπος που διαθέτει καρδιά όπου μέσα της μπορούν να φωλιάζουν διπλές γλώσσες, διπλές μνήμες, διπλά χτυποκάρδια, διπλά όνειρα και θύμησες.

    Το βιβλίο με τον τίτλο «Η Αίγυπτος των Ελλήνων» του συγγραφέα Μανώλη Γιαλουράκη των εκδόσεων Καστανιώτη, μου είχε δωρίσει η σύζυγός του Σοφία Γιαλουράκη, την οποία πριν από μια δεκαετία περίπου γνώρισα στην Αθήνα. Μέσα από τις διηγήσεις της για την Αλεξάνδρεια ένιωσα να περπατώ στους δρόμους των αναμνήσεών της, αγάπησα την Πόλη της Ιστορίας, πορεύτηκα παρέα με Έλληνες και Αιγύπτιους στα πολύβουα σοκάκια της και ονειρεύτηκα μια μέρα να γνωρίσω, μέσα από χρώματα πλέον, τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες του βιβλίου. Εκείνες που αποτυπώνουν την Ελληνική Κοινότητα Αλεξανδρείας, τα σχολεία, τα ιδρύματα, τα ζαχαροπλαστεία, τον Ελληνικό Ναυτικό Όμιλο εκείνης της εποχής, τα στάδια, τις βιβλιοθήκες και οτιδήποτε δημιουργήθηκε μέσα από το μεράκι των Ελλήνων της Αιγύπτου.

    Έτσι λοιπόν μοιράζομαι μαζί σας τη συναισθηματική μου φόρτιση, καθώς ξεφυλλίζω τα κείμενα του Μανώλη Γιαλουράκη και τις φωτογραφίες που ανήκουν στο Αρχείο Ε.Λ.Ι.Α, φρονώντας πως μια αναφορά στον σημαντικό Αλεξανδρινό συγγραφέα, είναι επιβεβλημένη και απαραίτητη. Στόχος άλλωστε είναι να μαθαίνουν οι νεότεροι εκείνα που βίωσαν και γνώρισαν οι παλαιότεροι, γιατί η αλυσίδα εάν απολέσει έναν κρίκο της,  σπάει και παύει να υφίσταται ενιαία.

    Ας αρχίσω λοιπόν από το βιογραφικό του Μανώλη Γιαλουράκη:

     Ο Μανώλης Γιαλουράκης καταγόταν από την Κρήτη και γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, όπου έζησε ως τα σαραντατέσσερά του χρόνια. Από την Αλεξάνδρεια πραγματοποίησε και την πρώτη του εμφάνιση στα γράμματα, μαθητής ακόμη, με δημοσιεύσεις ποιημάτων του στο μαθητικό περιοδικό Νεοελληνικά Γράμματα (Αθηνών) και Δρήρος (Κρήτης). Την ίδια περίοδο εξέδωσε και ένα μαθητικό περιοδικό με τίτλο Μαθητικός Κάλαμος. Ασχολήθηκε επαγγελματικά με τη δημοσιογραφία, ως καλλιτεχνικός υπεύθυνος και ιδρυτής της φιλολογικής σελίδας στην εφημερίδα της Αιγύπτου Ταχυδρόμος. Υπήρξε μέλος και αντιπρόεδρος (1965) της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Ταξίδεψε ανά τον κόσμο και το 1950 εξέδωσε τον πρώτο του τόμο ταξιδιωτικών εντυπώσεων, από την Άνω Αίγυπτο. Ακολούθησαν πολλά βιβλία ταξιδιωτικής λογοτεχνίας, κριτικές μελέτες -με πρώτη εκείνη για το έργο του Πέτρου Μάγνη το 1957- και, μετά την εγκατάστασή του στην Αθήνα (1965), συμμετοχή στη σύνταξη και επιμέλεια εκδόσεων λογοτεχνικών και εγκυκλοπαιδικών έργων, όπως η παιδική εγκυκλοπαίδεια “Για σας παιδιά” και το Ορθογραφικό ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας και μεταφράσεις γαλλικών, αγγλικών και ιταλικών λογοτεχνικών έργων. Το πρώτο του μυθιστόρημα είχε τίτλο Η μεγάλη απόφαση και τυπώθηκε το 1966 στην Αθήνα. Τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο ταξιδιωτικής λογοτεχνίας (1960 για το έργο του Κρήτη), και το κρατικό βραβείο δοκιμίου (1975 για το Καβάφης: από τον Πρίαπο στο Μαρξ). Πέθανε στην Αθήνα στις 7 Μαρτίου 1987.

    Το λογοτεχνικό έργο του Μανώλη Γιαλουράκη αποτελείται από τέσσερα μυθιστορήματα, όπου παρατηρείται έντονη παρουσία της τάσης της μεταπολεμικής πεζογραφίας μας για κριτική αντιμετώπιση της ελληνικής κοινωνίας της περιόδου από τη μετεμφυλιακή περίοδο ως τη μεταπολίτευση του 1974, στα πλαίσια της ρεαλιστικής γραφής και του δοκιμιακού ύφους. Πρέπει τέλος να σημειωθεί η αφηγηματική διάσταση των ταξιδιωτικών κειμένων του -μέσω κυρίως της συναισθηματικής συμμετοχής του σε περιπτώσεις τόπων συνδεδεμένων με προσωπικά του βιώματα-, είδος στο οποίο ο Γιαλουράκης αφιέρωσε το μεγαλύτερο μέρος της συγγραφικής του δραστηριότητας.

    Κι ας κλείσουμε με το απόσπασμα απ΄ το οπισθόφυλλο του βιβλίου «Η Αίγυπτος των Ελλήνων»: «Η αρχή της παρουσίας του ελληνικού στοιχείου στη χώρα του Νείλου χάνεται στα χρόνια της προϊστορίας· από τη δεύτερη π.Χ. χιλιετία τόσο η ιστορική συγκυρία όσο και ο γεωγραφικός παράγοντας ευνόησαν τη διαρκή επαφή αλλά και τη γόνιμη συνεύρεση των δύο λαών. Στην Αίγυπτο ο Ελληνισμός ρίζωσε, άκμασε, δημιούργησε το δικό του πολιτισμό και εντέλει διέγραψε μια σημαντική τροχιά, μια πορεία που καταγράφεται πλέον ως ένα σπουδαίο κεφάλαιο στην ιστορία των Ελλήνων της Διασποράς. Αυτήν ακριβώς τη διαχρονική παρουσία στο πέρασμα των αιώνων περιγράφει και αναπαριστά διεξοδικά ο Μανώλης Γιαλουράκης σ’ ένα πολύτιμο βιβλίο αναφοράς, σ’ ένα μοναδικό corpus προσώπων και γεγονότων, στην Αίγυπτο των Ελλήνων. Το νησί Φάρος, η Ναύκρατις, τα χρόνια του Μεγάλου Αλεξάνδρου, η Αλεξάνδρεια των Πτολεμαίων, το Πατριαρχείο, η μονή Σινά, οι Αιγυπτιώτες, η κοινωνική τους διαστρωμάτωση και οργάνωση, οι οικονομικές και επιχειρηματικές τους δραστηριότητες, η πολιτιστική τους προσφορά, οι εξέχουσες μορφές της διανόησης και της τέχνης, στιγμιότυπα και επεισόδια από τη μακραίωνη διαδρομή του ελληνικού στοιχείου στην περιοχή, συνθέτουν ένα μνημειώδες έργο, ένα βιβλίο που καθίσταται «κτήμα ες αεί» για τους επίδοξους περιηγητές στους χρόνους και τους τόπους όπου διαδραμάτισε το δικό του ρόλο ο Ελληνισμός της Αιγύπτου».

    Στο βιβλίο, συνυπάρχουν τρεις από τους μεγάλους διασώστες της Αιγυπτιώτικης ιστορίας. Ο συγγραφέας του Μανώλης Γιαλουράκης, ο ακάματος Ευθύμιος Σουλογιάννης που έγραψε τον πρόλογο της δεύτερης έκδοσης και ο ανεκτίμητος επίσης Δημήτρης Χαριτάτος, εκ των συνιδρυτών του Ελληνικού Λαογραφικού Ιστορικού Αρχείου (Ε.Λ.Ι.Α) που διέσωσε πολλές από τις γραπτές πηγές των Αιγυπτιωτών, στον οποίο είναι χαρισμένο το βιβλίο  ως εξής:  «Στον εξαίρετο φίλο ΔΗΜΗΤΡΗ ΧΑΡΙΤΑΤΟ,  που πρώτος είχε την ιδέα να διασωθεί το πέρασμα των Ελλήνων από την Αίγυπτο στις σελίδες ενός βιβλίου».

    Το βιβλίο είναι εξαντλημένο, όμως μια παρουσίασή του στο μέλλον σίγουρα θα είναι ωφέλιμη για όλους μας.

  • Μανώλης Γιαλουράκης

    Τον Μανώλη Γιαλουράκη γνωρίσαμε όλοι ως λογοτέχνη, κριτικό και δημοσιογράφο της εφημερίδας «Ταχυδρόμος». Λίγοι, όμως, γνωρίζουν πλευρές της ζωής του όπως τις έζησε με την αγαπημένη του σύζυγο Σοφία. Την κυρία Σοφία Γιαλουράκη, εκπαιδευτικό και συγγραφέα, συνάντησα στο σπίτι της στην Αθήνα πριν από μερικά χρόνια, όπου μου περιέγραψε στιγμές από την κοινή της πορεία με το Μανώλη και μου διηγήθηκε ιστορίες από την Αλεξάνδρεια της διανόησης:

    «Το να μιλάω για την Αλεξάνδρεια είναι για μένα μεγάλη ευτυχία.  Γεννήθηκα στο Κάιρο όπου και τελείωσα το σχολείο. Σπούδασα αρχαιολογία στην Αίγυπτο, παιδαγωγικά στην Αθήνα και θεατρικό παιχνίδι στη Γενεύη. Στη συνέχεια εγκαταστάθηκα στην Αλεξάνδρεια όπου διορίστηκα από το ελληνικό κράτος ως δασκάλα στα σχολεία της Ιμπραιμίας. Το Μανώλη το γνώρισα σε ένα πλοίο. Γύριζα από την Ιταλία με μια φίλη μου (τότε βλέπεις δεν πηγαίναμε με αεροπλάνα), η οποία μου έδειξε κάποιον από μακριά και μου είπε: «ξέρεις ποιος είναι αυτός; Ένας που διαβάζεις τα άρθρα του στην εφημερίδα. Είναι ο Μανώλης ο Γιαλουράκης, που είναι δημοσιογράφος στον Ταχυδρόμο». Τότε είχε βγάλει και τα πρώτα του βιβλία, τα ταξιδιωτικά. Εγώ εκείνη την εποχή έγραφα σε μια άλλη εφημερίδα, «το Φως», ένα μυθιστόρημα σε συνέχειες, που λεγόταν «η ξανθή Κυρά». Κατεβαίνω, λοιπόν, στην τραπεζαρία με τη φίλη μου να τον γνωρίσω, του συστήνομαι, και μου κάνει την εξής πρόταση: «θέλετε να γνωρίσετε τον Καββαδία;». «Γιατί είναι εδώ;». «Αμέ», μου απαντάει. Ανεβαίνουμε, λοιπόν, μια σκάλα και βλέπω εκεί τον Κόλια με έναν μπερέ. Με τον Μανώλη γνωρίζονταν πολύ καλά, αλλά εμένα, φυσικά, δε με ήξερε. Κάποια στιγμή ο Καββαδίας άρχισε να κουνάει μπροστά στα μάτια μου τα κλειδιά του, με κοίταξε και μου είπε, «πάρτε, κυρία μου, τα κλειδιά μου να πάτε στην καμπίνα μου με τον Μανώλη». Εγώ ξαφνιάστηκα και του λέω, «συγγνώμη, αλλά τον κύριο τώρα μόλις τον γνώρισα και μόνο ένα βιβλίο του έχω διαβάσει». «Γιατί πόσα βιβλία του πρέπει να διαβάσετε, για να πάτε στην καμπίνα μου; Ε, αφού λοιπόν δε θέλετε, καθίστε εδώ μαζί μου». Και άρχισε να μας διηγείται εκείνες τις φοβερές ιστορίες του. Ότι πήγαινε με μαύρες, με άσπρες, με ζώα, με ό,τι μπορείτε να φανταστείτε…Κατάπληκτη εγώ…Η άμοιρη, δεν ήξερα τότε…. Αργότερα, φυσικά, έμαθα ότι τα περισσότερα που έλεγε ήταν προϊόντα της φαντασίας του. Μετά έγινε φίλος του σπιτιού.

    Ο Μανώλης, λοιπόν, ήταν εναντίον του γάμου και είχε βάλει στην εφημερίδα μια ανακοίνωση στην οποίο έλεγε ότι οι καλλιτέχνες δεν πρέπει να παντρεύονται, με το οποίο συμφωνούσα κι εγώ, γιατί πάντα πίστευα ότι αυτοί οι άνθρωποι είναι αλλιώτικοι, δεν συμβιβάζονται εύκολα. Τελικά, ζήτησε να με παντρευτεί με έναν όρο: στο γάμο να μην έρθει κανείς και να μην το ανακοινώσουμε. Έγινε, λοιπόν, ένας υπέροχος γάμος στον Άγιο Σάββα, με κλειστές τις πόρτες, μας πάντρεψε δεσπότης και φυσικά δεν είχαμε κόσμο να κρίνει το νυφικό φουστάνι μου, όπως γίνεται συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις. Όπως καταλαβαίνεις, όταν βγήκαμε  από την εκκλησία και λέγαμε ότι παντρευτήκαμε, κανείς δε μας πίστευε. Έτσι, από την επόμενη μέρα ξεκίνησε ουσιαστικά η αληθινή μου ζωή. Με τον Μανώλη κάναμε πάρα πολλά πράγματα. Eκείνος μου άνοιξε τα φτερά. Δίπλα του, επίσης, σταμάτησα να γράφω, γιατί πίστευα ότι δύο συγγραφείς δε χωράνε στο ίδιο σπίτι. Πήρα, λοιπόν, την απόφαση και την ανακοίνωσα στην εφημερίδα. Οι συνάδελφοι ξαφνιάστηκαν. «Και τί θα τους κάνουμε τώρα τους ήρωες της ξανθής Κυράς;». Τους έβαλα, λοιπόν, όλους σε ένα πλοίο, το βύθισα και πάει, τελείωσε το μυθιστόρημα.

    Τον Μανώλη το θαύμαζα πάρα πολύ. Ήταν πολύ του ταξιδιού και έτσι γνωρίσαμε σχεδόν όλον τον κόσμο. Περάσαμε υπέροχα. Και φυσικά γνώρισα την Αλεξάνδρεια των γραμμάτων. Εκείνος ήταν μέσα στα γράμματα, αφού έγραφε και ο ίδιος. Ο μόνιμος τσακωμός του ήταν με το Τσίρκα, εάν ο Καβάφης ήταν ομοφυλόφιλος ή πολιτικός. Μια φορά πήγε ο Τσίρκας στην εφημερίδα, τον άρπαξε από το πέτο και του είπε φωνάζοντας: «δεν θα μου καταστρέψεις εμένα τη θεωρία μου ότι ο Καβάφης ήταν πολιτικός». Αυτοί ήταν οι καβγάδες. Ωραίοι καβγάδες…

    Ο Μανώλης, τότε, ήταν υπεύθυνος για τη φιλολογική σελίδα της εφημερίδας και πολλοί Αθηναίοι έρχονταν στην Αλεξάνδρεια να συνεργαστούν μαζί του. Έτσι γνώρισα πολλούς λογοτέχνες και ανθρώπους του πνεύματος, όπως τον Γιάννη το Μαγκλή, τον Γιώργο Σεφέρη με τη γυναίκα του και πολλούς άλλους. Όλοι αυτοί μαζεύονταν σε καφενεία, σε ζαχαροπλαστεία, και, κυρίως, στου Αθηναίου. Ήταν, βλέπεις, τόσο εύκολο να συναντήσεις κάποιον γνωστό στο κέντρο της πόλης. Στην Αλεξάνδρεια ζήσαμε μέχρι το ’64, οπότε η εφημερίδα πλέον άρχισε να χάνει πελάτες και το σχολείο όπου δούλευα ως δασκάλα άρχισε να χάνει παιδιά. Έπρεπε, λοιπόν, να παρθεί μια απόφαση. Ο Μανώλης ήταν να πεθάνει. Ήρθαμε λοιπόν στην Ελλάδα, αλλά βρήκαμε δυσκολίες. Αυτό που με σόκαρε τα πρώτα χρόνια ήταν η αγένεια των ανθρώπων. Όταν μπήκα για πρώτη φορά σε ένα ταξί και μου είπε ο οδηγός «πού πάει η μαντάμ;» δεν μπορούσα να το πιστέψω. Δεν την αντέχω την αγένεια. Ο Μανώλης ταλαιπωρήθηκε πάρα πολύ στις εφημερίδες. Έβρισκε μεν δουλειά, αλλά στην Αλεξάνδρεια είχε μάθει διαφορετικά. Εδώ όπου πήγαινε του έλεγαν «θα γράφεις για τη Βουγιουκλάκη» και τους απαντούσε ότι ήξερε να γράφει μόνο πολιτικά και λογοτεχνικά άρθρα και ότι δεν ήταν δυνατόν ν’ αρχίσει να γράφει για τη Βουγιουκλάκη. Τελικά ανέλαβε διευθυντής στην εγκυκλοπαίδεια «Δομή» και ησυχάσαμε από τις εφημερίδες. Εγώ, διορισμένη στο δημόσιο, έκανα μια βόλτα στα σχολεία, τα βρήκα βρώμικα κι έδωσα παραίτηση. Στη συνέχεια, μεταξύ πολλών άλλων, δούλεψα στου Παναγιωτόπουλου, άνοιξα δικό μου νηπιαγωγείο, και οργάνωσα τα εκπαιδευτικά προγράμματα του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης. Όταν αργότερα έχασα τον Μανώλη, άρχισα να γράφω παιδικά βιβλία και άρθρα για το περιοδικό των Αιγυπτιωτών.

    Για να γυρίσω όμως στα παλιά, η Αλεξάνδρεια που εγώ αγάπησα είναι αυτή που έζησα με τον Μανώλη. Τότε που βγαίναμε τα μεσάνυχτα να πάμε σε κάτι αράπικες συνοικίες όπου πουλούσαν πάνω σε κάρα τις «μάγκες», αυτά τα περίεργα εξωτικά φρούτα. Ήταν μια άλλη ζωή αυτή που ζούσα με το Μανώλη. Το πρωί ήμουν η καθώς πρέπει δασκάλα και το βράδυ η μποέμ σύζυγος. Έζησα τελείως διαφορετικά μαζί του, έζησα την Αλεξάνδρεια του πνεύματος και των γραμμάτων».