Ετικέτα: Αμανατίδης

  • Μήνυμα ΥΦΥΠΕΞ Προς τους Απόδημους για την Επέτειο της 25ης

    Μήνυμα ΥΦΥΠΕΞ Προς τους Απόδημους για την Επέτειο της 25ης

    Αμανατίδης«Με αισθήματα εθνικής υπερηφάνειας και βαθιάς συγκίνησης απευθύνω σε όλες και όλους σας, ενεργά και δραστήρια μέλη της ανά τη γη Ομογένειάς μας, εγκάρδιο χαιρετισμό, με την ευκαιρία της εθνικής Επετείου της 25ης Μαρτίου 1821.

    Την 25η Μαρτίου ο Ελληνισμός γιορτάζει μία από τις σημαντικότερες εορτές της Ορθοδοξίας και, παράλληλα, τιμά τους ηρωικούς αγώνες των πρωτεργατών της Εθνικής μας Παλιγγενεσίας.

    Οι Κοινότητες των Ομογενών μας έδωσαν ηχηρό «παρών» σε όλα τα στάδια της Επανάστασης του 1821. Ενδυνάμωσαν το φιλελληνικό ρεύμα, κατέστησαν τους ξένους λαούς και τις Κυβερνήσεις τους κοινωνούς του ζητήματος της ελληνικής Ανεξαρτησίας και ενίσχυσαν παντοιοτρόπως το νέο Ελληνικό Κράτος.

    Τα μηνύματα της Εθνικής Επετείου παραμένουν επίκαιρα. Η χώρα μας βρίσκεται αντιμέτωπη με σειρά προκλήσεων, τις οποίες μπορεί και πρέπει να αντεπεξέλθει επιτυχώς, με όπλα της την ομόνοια και τις κοινές προσπάθειες όλων των Ελλήνων, στη Γενέτειρα και στο εξωτερικό».

  • Αμανατίδης: Θα πρέπει να επιδιώξουμε τη συνεργασία με τους θρησκευτικούς ηγέτες

    Αμανατίδης: Θα πρέπει να επιδιώξουμε τη συνεργασία με τους θρησκευτικούς ηγέτες

    ΑμανατίδηςΣτα πλαίσια του Διεθνούς Συνεδρίου με θέμα: “Θρησκευτικός και Πολιτιστικός Πλουραλισμός και Ειρηνική Συνύπαρξη στη Μέση Ανατολή” ο Υφυπουργός Εξωτερικών της Ελλάδας έκανε την ακόλουθη τοποθέτηση:

    «Κύριε Πρόεδρε της Ελληνικής Δημοκρατίας,

    Παναγιώτατε,

    Μακαριώτατοι,

    Σοφολογιώτατοι,

    Κυρίες και κύριοι,

    Η κατανόηση της φύσης των συγκρούσεων που σχετίζονται με τη διαφορετικότητα, και η εξεύρεση των μέσων για την ειρηνική τους διευθέτηση με τρόπο που θα ενδυναμώνει και θα προωθεί τη δημοκρατία είναι μία από τις μεγάλες κοινωνικές και πολιτικές προκλήσεις της εποχής μας. Οι συγκρούσεις με βάση τη φυλή, την εθνικότητα, το φύλο, τον πολιτισμό και τη θρησκευτική πίστη επαναφέρουν την παγκόσμια κοινότητα σε ένα προ-νεωτερικό επίπεδο, το οποίο τις αμέσως προηγούμενες δεκαετίες φαινόταν να έχει ξεπερασθεί. Αυτά τα ζητήματα και οι συγκρούσεις ενδυναμώνονται κατά τρόπο ιλιγγιώδη, σε συνάρτηση με τις οικονομικές και τεχνολογικές αλλαγές, τις δημογραφικές εξελίξεις, και την ανάδυση μίας νέο-εθνικιστικής ιδεολογικής κίνησης, στην οποία κυριαρχούν τα θρησκευτικά χαρακτηριστικά.

    Η σύγχρονη γεωγραφία και πολιτική στη Μέση Ανατολή έχουν προσδιορισθεί από τα εθνικιστικά κινήματα της περιοχής, τα οποία εκκίνησαν τον 19ο αιώνα. Το μεγαλύτερο μέρος της συνεχιζόμενης βίας στη Μέση Ανατολή σχετίζεται με ματαιωμένους αγώνες για αυτοδιάθεση και έχει τις ρίζες της στην αποικιακή κληρονομιά. Πριν από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, η περιοχή ενοποιήθηκε για περίπου 500 χρόνια υπό την Οθωμανική Αυτοκρατορία, αν και η ευρωπαϊκή αποικιοκρατία, η οποία εμφανίσθηκε τον 18ο αιώνα, ανταγωνίσθηκε με την οθωμανική κυριαρχία κατά τη διάρκεια της τελευταίας περιόδου της Αυτοκρατορίας. Μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και την ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, οι ευρωπαϊκές δυνάμεις διαίρεσαν την υπόλοιπη περιοχή σε ζώνες επιρροής ενώ η πρώην Αυτοκρατορία συρρικνώθηκε στην περιοχή της σημερινής Τουρκίας. Μέχρι τα μέσα του 20ού αιώνα, οι εξεγέρσεις με βάση εθνικιστικά ιδανικά οδήγησαν στην αποδέσμευση από την ευρωπαϊκή αποικιακή κυριαρχία σε ολόκληρη την περιοχή. Οι προσπάθειες για την ενοποίηση των παλαιών βιλαετίων κάτω από το ιδεώδες του Παναραβισμού απέτυχαν και έτσι προέκυψαν εθνικά κράτη, τα οποία καθορίσθηκαν γεωγραφικά με βάση τα προηγούμενα αποικιακά σύνορα. Η περιορισμένη επιτυχία πολλών εθνών της Μέσης Ανατολής να παράσχουν επαρκή υλική και πνευματική ολοκλήρωση για τους πληθυσμούς τους, και η ισχυρή ιδεολογική αντίσταση στη Δυτική επιρροή, έχουν οδηγήσει σε συνεχείς αναζητήσεις για την ταυτότητα των λαών της περιοχής. Οι συγκρούσεις εξαιτίας των θρησκευτικών, πολιτιστικών και φυλετικών σχέσεων και ιδιαιτεροτήτων είναι, εν πολλοίς, αποτέλεσμα αυτών των αναζητήσεων.

    Σήμερα η Μέση Ανατολή παραμένει το πεδίο ενός εκτεταμένου και αιματηρού αγώνα για εξουσία και επιρροή, που έχει επιτρέψει σε εξτρεμιστικές ομάδες να ανέλθουν στο προσκήνιο. Οι σεχταριστικές και θρησκευτικές συγκρούσεις συνέβαλλαν στη σταδιακή εξασθένιση και, εν πολλοίς, την κατάρρευση του κράτους σε χώρες όπως η Συρία και το Ιράκ και την επαναβεβαίωση του αυταρχισμού σε άλλα τμήματα της περιοχής. Η κατάσταση των θρησκευτικών μειονοτήτων χαρακτηρίζει την ευρύτερη περιφερειακή ανάγκη πολυφωνίας και ανοχής, και οφείλει να οδηγήσει στην υιοθέτηση πιο αποτελεσματικών στρατηγικών ειρήνευσης προκειμένου να αντιμετωπισθούν τα δεινά των μειονοτήτων, συμβάλλοντας στην παραγωγή μεγαλύτερης σταθερότητας σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Ωστόσο, οι στρατηγικές αυτές θα είναι επιτυχείς μόνον εάν το θέμα προσεγγίζεται με μεγάλη ευαισθησία και φροντίδα στο ευρύτερο πλαίσιο των αλλαγών στην περιοχή.

    Ο παραδοσιακός τρόπος ζωής και συμπεριφοράς, η τεχνολογική πρόοδος, καθώς και η συμπόρευση με προοδευτικότερα ή συντηρητικότερα πολιτιστικά σχήματα, αναδείχθηκαν στο παρελθόν -έστω και αποσπασματικά- ως θεμιτοί παράγοντες, οι οποίοι θα μπορούσαν να διατηρηθούν παράλληλα. Τα κράτη της Μέσης Ανατολής δεν χρειάζεται να επιλέξουν μεταξύ του μοντερνισμού και της παραδοσιαρχίας, ούτε συνεπάγεται ότι θα πρέπει ο ένας να αποβεί σε βάρος της άλλης μέσω της εφαρμογής καταναγκαστικών μέτρων. Αντίθετα, θα μπορούσαν να καταστούν συμβατά αν επιδιωχθεί η ισορροπία με την προώθηση της ανεκτικότητας, της κατανόησης των διαφορετικών αναγκών και επιλογών, καθώς και την οικοδόμηση μεθόδων συμβιβασμού. Η αρνητική στάση απέναντι στην πολυπολιτισμικότητα, που φαίνεται να επικρατεί, οφείλει να αντικατασταθεί από την προσπάθεια εμπέδωσης της δημοκρατίας και της ανεκτικότητας, που συνεπάγεται για την εφαρμογή της, αναγνωρίζοντας ότι όλες οι ειρηνικές πολιτιστικές τάσεις είναι νόμιμες εντός της κοινωνίας.

    Η Μέση Ανατολή βρίσκεται στη μέση μίας περιόδου μετάβασης, όπου η ρευστότητα και οι συγκρούσεις συνέβαλαν στον κατακερματισμό των κρατών και την παρασάλευση της έννομης τάξης. Στο πλαίσιο αυτό, οι πολίτες από όλα τα κοινωνικά στρώματα έχουν καταστεί ευάλωτοι ως προς την κατοχύρωση και τον σεβασμό των θεμελιωδών ελευθεριών τους. Όμως, και σε χώρες που δεν βρίσκονται σε εμπόλεμη κατάσταση υφίστανται άνισα νομικά πλαίσια, που ορισμένες φορές δεν συμμορφώνονται με τα διεθνή πρότυπα, ενώ πολλές κυβερνήσεις της περιοχής έχουν θεσμικές αδυναμίες που εμποδίζουν τις βασικές ελευθερίες και τα δικαιώματα. Η έλλειψη κράτους δικαίου αποτελεί μείζονα ευπάθεια για την προστασία της θρησκευτικής ελευθερίας και των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

    Στη δύσκολη προσπάθεια να εξευρεθεί αποτελεσματική λύση για την παύση των συγκρούσεων και την οικοδόμηση της ειρήνης, θα πρέπει να επιδιώξουμε τη συνεργασία με τους θρησκευτικούς ηγέτες, ειδικότερα εκείνους που διαθέτουν ισχυρά ερείσματα και μακρά παρουσία στη Μέση Ανατολή. Οι θρησκευτικές ομολογίες δεν υφίστανται μόνον ως λατρευτικές συσσωματώσεις, αλλά έχουν, επίσης, μεγάλες δυνατότητες για την οργάνωση τοπικών δράσεων, ώστε να ενεργοποιηθούν παράγοντες της διεθνούς κοινότητας υπέρ μίας δίκαιης και ισότιμης διευθέτησης. Από τους κορυφαίους ηγέτες των εκκλησιών μέχρι τα μέλη των λαϊκών οργανώσεων, οι θρησκευτικές κοινότητες θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην προώθηση των επόμενων διπλωματικών προσπαθειών για την επίλυση των συγκρούσεων.

    Λαμβάνοντας υπόψιν το παρελθόν και το παρόν του θρησκευτικού και πολιτιστικού πλουραλισμού στη Μέση Ανατολή, αυτή η γεωγραφική περιοχή εμφανίζεται ως μια μεγάλη αλληγορία στην κοινωνική δυναμική μεταξύ της παγκοσμιοποίησης και του κατακερματισμού. Αν και μπορεί να φαίνεται, ότι τα τραγικά γεγονότα της αποσύνθεσης του Ιράκ και της Συρίας έχουν αφανίσει τα απομεινάρια της μνήμης του κοινού πολυπολιτισμικού παρελθόντος, οι αιώνες ειρηνικής συνύπαρξης των απλών ανθρώπων αφήνουν πολλά περιθώρια ελπίδας ότι θα καταστεί και πάλι εφικτή. Στο σημερινό πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης των κοινών ανθρωπιστικών αξιών, η επαναβεβαίωση της πολυπολιτισμικής ταυτότητας της Μέσης Ανατολής θα συμβάλλει στη διατύπωση μίας νέας κοινωνικής σύμβασης συνύπαρξης, που θα προστατεύει την πολυφωνία μέσα στη διαφορετικότητα των κοινωνιών, και θα δίνει τη δυνατότητα στους λαούς της Μέσης Ανατολής να ζήσουν σε ένα ειρηνικό και αξιοπρεπές περιβάλλον».

  • Αμανατίδης: «Καθολικό το αίτημα των λαών για μια νέα κοινωνική συμφωνία»

    Αμανατίδης: «Καθολικό το αίτημα των λαών για μια νέα κοινωνική συμφωνία»

    ΑμανατίδηςΕκπροσωπώντας τη Διακοινοβουλευτική Συνέλευση της Ορθοδοξίας, ο κ. Αμανατίδης υποστήριξε ότι «οι μεγάλες θρησκείες, μέσα από συγκεκριμένες μορφές παρεμβάσεων και μέσα από την στενότερη συνεργασία τους, απαλλαγμένες από σκοπιμότητες  και  εθνικιστικές εξάρσεις να συμβάλουν στην αλληλοκατανόηση και συνεργασία των πολιτών», προκειμένου να αντιμετωπιστούν φαινόμενα φανατισμού και μισαλλοδοξίας.

    «Τα θεσμικά όργανα των κοινωνιών καλούνται να δώσουν τις αναγκαίες απαντήσεις για τις αιτίες που προκαλούν τις πολυεπίπεδες αυτές κρίσεις και να ανταποκριθούν στο αίτημα των λαών για μια νέα κοινωνική συμφωνία που θα ρυθμίζει τις σχέσεις των πολιτών» τόνισε ο Υφυπουργός Εξωτερικών και Γενικός Γραμματέας της Διακοινοβουλευτικής Συνέλευσης της Ορθοδοξίας, Γιάννης Αμανατίδης, κατά την τοποθέτησή του στο Παγκόσμιο Δημόσιο Φόρουμ «Διάλογος Πολιτισμών», που πραγματοποιήθηκε στη Ρόδο τον Οκτώβριο.

    Οι σχέσεις των πολιτών «δεν θα βασίζονται μόνο στους κανόνες της αγοράς, αλλά πάνω σε μια κοινά αποδεκτή ηθική βάση» υπογράμμισε ο κ. Αμανατίδης, καθώς εκτίμησε ότι «η κρίση του παραδοσιακού αξιακού συστήματος, αποτελεί μια οδυνηρά βεβαιωμένη πραγματικότητα του σύγχρονου κόσμου, η οποία δεν περιορίζεται από εθνικά όρια και αποτελεί δημιούργημα πολλών ανθρώπων και ομάδων, με διαφορετικές νοοτροπίες, και επιδιώξεις, θρησκευτικές πεποιθήσεις και πρακτικές, που όλο και περισσότερο συμπίπτουν δυναμώνουν και γίνονται ομοιόμορφες».

  • Αμανατίδης: «Ενίσχυση των σχέσεων Αποδήμων με την μητέρα πατρίδα»

    Αμανατίδης: «Ενίσχυση των σχέσεων Αποδήμων με την μητέρα πατρίδα»

    ΑμανατίδηςΚατά τη διάρκεια των προγραμματικών δηλώσεων της νέας Κυβέρνησης, ο Υφυπουργός Εξωτερικών κ. Αμανατίδης περιέγραψε τους άξονες πάνω στους οποίους θα κινηθεί.

    Στην ομιλία του ο κ. Αμανατίδης τόνισε ότι «Η πολιτική και οικονομική σταθερότητα συνιστούν αναμφίβολα βάσεις και εχέγγυα για μια εξωστρεφή, δυναμική εξωτερική πολιτική, προϊόν παράλληλα ευρύτερων εγχώριων πολιτικών συναινέσεων, η οποία θα αποβλέπει:

    -Στην ενίσχυση της σχέσης των Ελλήνων της Διασποράς με την μητέρα πατρίδα.
    -Στην ενίσχυση της διεθνούς εικόνας της χώρας και του εθνικού «brand name».
    -Στην επανατοποθέτηση της Ελλάδας σε πολλαπλά επίπεδα στο διεθνές περιβάλλον».
    Σημειώνοντας ότι η ισχυρή παρουσία των Ελλήνων της Διασποράς αποτελεί το κατάλληλο όχημα προκειμένου να συνεχιστεί και να ενισχυθεί η αλληλεπίδραση ανάμεσα στην Ελλάδα και τον Απόδημο Ελληνισμό.

    Ο κ. Αμανατίδης τόνισε ότι «η Διασπορά αποτελεί ένα σημαντικό μέρος της ιστορίας μας ως έθνους. Αποτελεί μέρος της εθνικής μας ταυτότητας, των επιτευγμάτων και της διεθνούς εικόνας μας. Η ύπαρξή της είναι το αποτέλεσμα μιας μακράς ιστορίας μεταναστεύσεων, που για τους περισσότερους αποδήμους δεν ήταν θέμα επιλογής…Τόσο ο Πρωθυπουργός όσο και οι αρμόδιοι υπουργοί έχουμε ανοίξει έναν δίαυλο διαλόγου με τους ομογενείς σχετικά με την απόδοση κινήτρων για την ενθάρρυνση της Διασποράς να καταστεί πιο ενεργά μέρος των εθνικών προσπαθειών για τη δημιουργία επενδύσεων. Στις χώρες όπου διαβιούν οι ομογενείς μπορούμε με τη δράση τους να επεκτείνουμε την πρόσβασή μας στην τοπική αγορά. Οι ομογενείς, διαθέτοντας τη διττή εμπειρία, είναι εξαιρετικοί πρεσβευτές και ικανοί διαπραγματευτές. Με αυτόν τον τρόπο μπορούν να διαμορφωθούν επιχειρηματικά δίκτυα και να επηρεασθεί θετικά η άμεση ροή ξένων επενδύσεων προς την Ελλάδα μέσω της ανταλλαγής πληροφοριών και της ενεργοποίησης των απαραίτητων μηχανισμών».

    Αλλά ο Υφυπουργός κατέστησε σαφές ότι οι Ομογενείς δε θα πρέπει να αντιμετωπιστούν μόνο ως πηγές χρηματοδότησης, αλλά ως ένα επιπλέον εργαλείο που θα συμβάλει στην έξοδο από την κρίση. Τόνισε επίσης τον ενεργό ρόλο που θα πρέπει να διαδραματίσουν οι επιστήμονες ελληνικής καταγωγής στον απεγκλωβισμό από την κρίση.

    «Εργαζόμαστε για μια αμφίδρομη στενότερη και ουσιαστικότερη σχέση  μεταξύ των ομογενών και του μητροπολιτικού κέντρου, επιδιώκοντας αφενός  την επίλυση των χρόνιων προβλημάτων και την ικανοποίηση των πάγιων αιτημάτων τους όπως η εκπαίδευση, τα φορολογικά και συνταξιοδοτικά θέματα, η ψήφος του απόδημου ελληνισμού και αφετέρου την δυναμικότερη συμβολή τους στην εθνική υπόθεση της παραγωγικής ανασυγκρότησης και της αναπτυξιακής πορείας της χώρας, την ανάπτυξη του τουρισμού, την προσέλκυση επενδύσεων και ακόμα την πολιτιστική διπλωματία».

    Ενώ για μία ακόμη φορά αναφέρθηκε στην πρόθεση του ίδιου αλλά και του Υπουργείου εν γένει να αναθεωρηθεί η λειτουργία του Συμβουλίου Αποδήμου Ελληνισμού «δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην δημοκρατική αυτοοργάνωση του θεσμού, την ενίσχυση του κύρους του και της αποτελεσματικότητάς του εντός και εκτός συνόρων».

    Ενώ αναφερόμενος στο θέμα της ψήφου των Ελλήνων της Διασποράς σημείωσε: «Με το Υπουργείο Εσωτερικών, που είναι το καθ’ ύλην αρμόδιο, έχουμε αρχίσει τη συζήτηση ως προς το θέμα της ψήφου των Ελλήνων της Διασποράς και ευελπιστώ ότι σε επόμενο στάδιο θα είμαστε σε θέση να συζητήσουμε και με τα κόμματα και να παρουσιάσουμε θέσεις για το ζήτημα αυτό».

    Διαβάστε ολόκληρο το λόγο του Υφυπουργού εδώ