Ετικέτα: Αλεξάνδρεια

  • Τα νέα των Προσκόπων και Οδηγών Αλεξανδρείας

    Τα νέα των Προσκόπων και Οδηγών Αλεξανδρείας

    ΠΥΡΑ ΕΝΑΡΞΗΣ ΠΡΟΣΚΟΠΙΚΗΣ ΧΡΟΝΙΑΣ 2012-2013Στα μέσα Σεπτεμβρίου 2012 ξεκίνησε η νέα Προσκοπική χρονιά, με την πραγματοποίηση μίας άψογα οργανωμένης Τελετής Έναρξης, όπως οι Πρόσκοποι ξέρουν καλά να διοργανώνουν. Με τη βοήθεια του φίλου και συνεργάτη μας Ηλία Πίτσικα, καταφέραμε να προσφέρουμε σε όλους τους παριστάμενους μία εκδήλωση αντάξια της ιστορίας των Προσκόπων, κάνοντας παράλληλα σαφές ότι η νέα Προσκοπική χρονιά χαρακτηρίζεται από αισιοδοξία και όραμα για μια άκρως δημιουργική χρονιά γεμάτη παιχνίδι, γνώσεις και «ΠΡΟΣΚΟΠΙΣΜΟ-ΟΔΗΓΙΣΜΟ».

    Δεύτερος σημΔΙΗΜΕΡΗ ΕΚΔΡΟΜΗ 16-17 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2012αντικός σταθμός της φετινής Προσκοπικής χρονιάς ήταν η διήμερη εκδρομή που πραγματοποιήθηκε στις 16-17 Νοεμβρίου 2012. Η εκδρομή στέφθηκε από απόλυτη επιτυχία, πετυχαίνοντας τους βασικούς στόχους της, που δεν ήταν άλλοι από μία πρώτη επαφή των παιδιών με στοιχεία διαβίωσης στην ύπαιθρο, αλλά και τη σύσφιξη των σχέσεων ανάμεσα στα ενήλικα μέλη και τα παιδιά, καθιστώντας έτσι την περαιτέρω προσπάθεια βαθμοφόρων και προσκόπων-οδηγών για μια πετυχημένη χρονιά σίγουρη.

    Το Σαββάτο 2 Φεβρουαρίου 2013 οι Πρόσκοποι και οι Οδηγοί Αλεξάνδρειας έκοψαν την καθιερωμένη Πρωτοχρονιάτικη Βασιλόπιττα, που παρουσιάστηκε στο τρίτο τεύχος του «Αλεξανδρινού Ταχυδρόμου». Σημαντική στιγμή των συγκεντρώσεων μας ήταν η 22α Φεβρουαρίου 2013, μέρα που γιορτάσαμε την Παγκόσμια Ημέρα Σκέψης και Φιλίας, ημέρα των γενεθλίων του Ιδρυτή του Παγκόσμιου Προσκοπισμού λόρδου R. BadenPowell.

    ΣΥΜΜΕΤΟΧΉ ΣΤΟΝ ΕΟΡΤΑΣΜΌ ΤΗΣ 25ΗΣ ΜΑΡΤΙΟΥ 2013Το μήνα που πέρασε η δραστηριότητα των τμημάτων μας ήταν πλούσια. Τα λυκόπουλα και τα πουλιά παρέα με τους βαθμοφόρους τους πραγματοποίησαν μία σειρά από συγκεντρώσεις που τις χαρακτήριζε το κέφι, το παιχνίδι, οι νέες γνώσεις και όπως λένε και οι ίδιοι το «Λυκοπουλικό Παιχνίδι». Οι πρόσκοποι και οι οδηγοί με τη σειρά τους πραγματοποίησαν συγκεντρώσεις που χαρακτηρίζονταν από έντονο δημιουργικό πνεύμα και ζωντάνια. Πέρα από τις νέες γνώσεις που προστέθηκαν στα εφόδια μας, σημαντική ήταν η συγκέντρωση που αφιερώσαμε για να καταγράψουμε τα προβλήματα των αντίσκηνων μας και η επιδιόρθωση τους, έτσι ώστε να είμαστε έτοιμοι για την επόμενη εκδρομή μας. Για μία ακόμα χρονιά δώσαμε και το παρών στον εορτασμό της 25ης Μαρτίου, πιστοί πάντα προς το θεό και την πατρίδα, όπως αναφέρει και η υπόσχεση που έχουμε δώσει όλοι μας.

  • Εχθές

    Εχθές, την Κυριακή το πρωί, κατευθυνθήκαμε προς την εκκλησία του Ευαγγελισμού. Επί της οδού Σαλέχ Σάλεμ στεκόταν πάλι εκείνος. Ο χωρίς πρόσωπο άνθρωπος. Από κάποιο φοβερό έγκαυμα, τα μάτια, η μύτη, τα αυτιά του είχαν αφανιστεί, είχαν μεταβληθεί σε μιαν απαίσια άμορφη μάζα, όπου μόλις διακρίνονταν από τις μελανές ουλές των χειλιών του ως χαίνουσα πληγή το στόμα του, για να βογγά δυνατά από μέσα του και να στενάζει η μάνα του ντουνιά, η Αίγυπτος.
    Αργότερα, κατηφορίσαμε προς τη θάλασσα. Διασχίσαμε την Cornice για να αντιληφθούμε κατά τρόπο εκτυπώτερο, εδώ στη βόρεια ακτή της Αφρικής, ότι η θάλασσα είναι το σύνορο του κόσμου.

    Το μεσημέρι στη στήλη του «Πομπηίου» και αργότερα στον αρχαιολογικό χώρο Kom el Shoqafa, χαμηλά στο πετρώδες έδαφος, ανάμεσα στα ερείπια, ανάμεσα στα μνημεία, διακριτικά και ταπεινά, σε τούφες από καταπράσινο χορτάρι, διάσπαρτες, εδώ και εκεί, πόσες μικρές μαργαρίτες ξεπροβάλλουν, ως ανοιξιάτικο προανάκρουσμα, ανασηκώνοντας το άσημο κιτρινωπό – από ατόφιο ζωντανό χρυσό – κεφαλάκι τους!

    Άραγε τι να σημαίνει η πραγματικότητα που ζούμε; Αυτή η οργανωμένη – θα έλεγε κανείς – αταξία; Η δυναστική αλογία της ερήμου, ανάμεσα σε υπέρογκα λίθινα μνημεία; Tι σημαίνουν λοιπόν οι ένδοξοι τάφοι, τι νόημα έχουν οι σαρκοφάγοι που εκτίθενται στα μουσεία και οι κατακόμβες με τις ανάγλυφες παραστάσεις και τις σπουδαίες τοιχογραφίες στην καρδιά της άσχημης πόλης; Γιατί η τέχνη είναι ασφυκτικά νεκρή, εγκλωβίζει σ’ένα περίκλειστο σχήμα, ενώ κάθε τι ζωντανό, αληθινό, είναι εύθραυστο, ασήμαντο και νοσεί προς θάνατον;

    Πόσο πρέπει να πονέσουμε Θέ μου μέχρι να σε ψηλαψίσουμε ζώντα;

    25η Φεβρουαρίου. Εχθές. Πέρασε ο Γενάρης και ο κουτσουρεμένος Φλεβάρης έπνεε και τότε, εν έτει 2006, τα λοίσθια. Τότε που – μετά το πέρας της θείας λειτουργίας στον Άγιο Νικόλαο Έγκωμης στη Λευκωσία – τρέξαμε επί ματαίω, παρασυρμένοι από τον ενθουσιαμό του πατρός Ιωάννη, για να προλάβουμεμε τις μυγδαλιές ανθισμένες, στις πλαγιές του Τρόοδος.

    Και κύλησε ο χρόνος κλεφτά στο σήμερα. Γλιστρήσαμε από της κλεψύδρας την αδιόρατη, στενήν οπή στην 26η Φεβρουαρίου. Είμαι ακόμα ένας δίχως πρόσωπο άνθρωπος, καθώς σφαλώ – μόλις εξερχόμενος απο το Προξενείο – πίσω μου την πόρτα και επιστρέφω στην οικία μου αναπολώντας το έκτακτο προ δεκαημέρου δειλινό. Είναι, όπως και τότε, ίδια η ώρα που αντίκρισα το χαροποιό, καταιγιστικό, πανευφρόσυνο θέαμα. Η ώρα η γλυκιά με την εσπερινή αύρα και το λεπτό πορφύρωμα στο ραγισμένο ορίζοντα, στα μάτια. Στον εξώστη του παρακειμένου της οικίας μου οικοδομήματος, του «Μάννα», στο οποίο προσφάτως μετεγκαταστάθηκε σύσσωμο το Γηροκομείο της Ελληνικής Παροικίας, αποχωρώντας από το κτίριο του «Κανισκερείου», που δόθηκε προς ενοικίαση σε Γαλλικό σχολείο, στέκονταν δύο τρόφιμοι του Γηροκομείου και τηρούσαν με θαυμασμό και έξαρση – ο ένας απ’ αυτούς χειροκροτώντας – σμήνη πουλιών που σε χωριστούς – πλην όμως διαρκώς μεταβαλλόμενους και κάποτε συμπλεκόμενους – σχηματισμούς, χόρευαν με μιαν απαράμιλλη χορευτική δεινότητα πάνω από τη συστάδα των ομοιόμορφα κουρεμένων αειθαλών δασύφυλλων δέντρων που κοσμούν τον προαύλιο χώρο του Τοσιτσαίου – Πρατσικείου Δημοτικού Σχολείου. «Κύριε Τάσο, αυτό το πανηγύρι επαναλαμβάνεται κάθε απόγευμα εδώ και μέρες. Είναι σπουργίτια. Σε λίγο θα γεμίσουν τα δέντρα, θα πέσουν όλα στα δέντρα για να δοξολογήσουν το Θεό!», μου φώναξε ο ένας απ’ αυτούς, ο κύριος Γιάννης. Δεν είμαι κανένας ρομαντικός, αλλά όταν στη συνέχεια μπήκα στο σπίτι μου, βροντοφώναξα: «Είδατε τι γίνεται έξω; Καταιγισμός χαράς, καταιγισμός ζωής αιφνίδιος!». «Τώρα το πήρες είδηση εσύ; Eμείς μέρες παρατηρoύμε το θέαμα αυτό από το παράθυρο..» με επέπληξε τρυφερά η γυναίκα μου. Στάθηκα λοιπόν και εγώ για ώρα στο παράθυρο και θωρούσα τα νέφη των φτερωτών αγγέλων να συστέλλονται και να διαστέλλονται με μιαν και μόνη πνοή – ποιός ήταν ο μαέστρος; – ζωγραφίζοντας ποικιλότροπα φανταστικά σχέδια – ποιός ήταν ο ζωγράφος; – ώσπου να πέσουν με κατακόρυφες βουτιές, ένα – ένα, λίγα – λίγα και, καταληκτικά, αθρόα σαν πούσι στα δέντρα. Ώσπου να πέσουν αθρόα στα κλαδιά της ψυχής μου για ν’αρχινίσουν τις τρίλιες τους, φουσκώνοντας και ξεφουσκώνοντας μέσα στο ελάχιστο στήθος τους, λίγο πριν λουφάξουν.

    Πέρασαν οι μέρες. Τα σπουργιτάκια τα ξέχασα. Και όταν αργότερα τα αναζήτησα πάλι δεν τα βρήκα, μέρες τώρα αδυνατώ να γίνω εκ νέου αυτόπτης μάρτυς, να αναστήσω εκείνη την έκτακτη καθημερινή ρουτίνα των απογευμάτων. Σαν εχθές, σα σήμερα – θα ήταν λες – που κούρνιασαν στα κλαδιά της ψυχής μου, που κούρνιασαν – ναι – μέχρι τη Βασιλεία των Ουρανών.

  • Συνάντηση με την κ. Καίτη Φραγκίσκου-Καζούλη

    Συνάντησα την κ. Καίτη Φραγκίσκου- Καζούλη πριν από δέκα περίπου χρόνια στο σπίτι της στην Αθήνα, προκειμένου να της πάρω μια συνέντευξη, η οποία εξελίχτηκε σε  μια από τις ωραιότερες και μακρύτερες σε διάρκεια συνεντεύξεις   που έχω κάνει ποτέ.

    Η κ. Καίτη γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια τη δεκαετία του ‘20. Όταν κατά τη διάρκεια του πολέμου παντρεύτηκε τον Ίωνα Καζούλη, μετακόμισε στη βίλα- μέγαρο του πεθερού της, την οποίο συνήθιζε να αποκαλεί “το Καζουλέϊκο”. Ως μέλος πια αυτής της μεγάλης και εύπορης Αλεξανδρινής οικογένειας, έζησε μια ζωή “παραμυθένια”, όπως η ίδια λέει, την οποία θέλησε να μου διηγηθεί με κάθε λεπτομέρεια. Οι ενθυμήσεις σήμερα φιλοξενούν ένα μικρό μόνο τμήμα αυτής της συνέντευξης.

    Την ώρα που έφευγα μου εκμυστηρεύθηκε το εξής: «Πάντα ήθελα να γράψω την ιστορία  της οικογένειας, αλλά ποτέ δεν βρήκα τον χρόνο. Τώρα είμαι ήσυχη γιατί ξέρω ότι κάποιος την κατέγραψε». Μετά από ένα χρόνο η κ. Καίτη έφυγε από τη ζωή. Ας αφήσουμε, όμως, την ίδια να μιλήσει για τη ζωή της:

    «Ο πεθερός μου Μιχάλης Καζούλης ήταν ένας καταπληκτικός άνθρωπος.  Ήρθε λαθρεπιβάτης στην Αίγυπτο στις αρχές του 20ου αιώνα να δουλέψει στα βαμβάκια και αργότερα ίδρυσε τη δική του εταιρία βάμβακος την περίφημη Ms Cazouli&Co. Το 1910 παντρεύτηκε την Μαρίκα Δραγούμη με την οποία έκανε επτά παιδιά, και στο τέλος του πολέμου αγόρασε δύο υπέροχες βίλες στην Ιμπραημία. Την μια, στην οποίο έζησα κι εγώ μετά που παντρεύτηκα, την αγόρασε από τον γιο του Rudolf Hess ο οποίος ερχόταν κάθε χρόνο να μας επισκεφθεί.  Τότε, στη βίλα μέναμε εννέα άτομα, και είχαμε δεκαεπτά ανθρώπους για υπηρετικό προσωπικό, το φαντάζεσαι; Έξι Έλληνες και έντεκα Αιγύπτιους. Έμεναν σ’ ένα σπιτάκι στον κήπο, αλλά τρώγανε όλοι μαζί σε δική τους τραπεζαρία μέσα στο σπίτι. Εμείς είχαμε τη δική μας τραπεζαρία στον επάνω όροφο. Στις μιάμιση ακριβώς χτυπούσε το γκόνγκ για να μαζευτούμε και έπρεπε όλη η οικογένεια να είναι στο τραπέζι στην ώρα της. Το ίδιο γινόταν και για το πρωινό και για το βραδινό. Πολλοί στην Ελλάδα νομίζουν ότι εμείς οι Αιγυπτιώτες πατούσαμε επί πτωμάτων και εκμεταλλευόμασταν τους Αιγυπτίους, αλλά δεν ήταν καθόλου έτσι.  Ζούσαμε αρμονικότατα μαζί τους και υπήρχε μεγάλος σεβασμός. Πολλοί απ’ αυτούς μάλιστα, μετά που φύγαμε, δεν θέλανε να δουλέψουν σε άλλη οικογένεια και επέστρεψαν στα χωριά τους. Μας δίνανε τις υπηρεσίες τους, αλλά ήμασταν πάντα κοντά τους. Κάθε Χριστούγεννα για παράδειγμα, μαζεύονταν όλοι οι συγγενείς στο σπίτι και κόβαμε 35 κομμάτια βασιλόπιτας. Αλλά υπήρχε πάντα και μια πίτα για το προσωπικό και ένας ένας ερχόταν να πάρει το κομμάτι του. Ήμασταν πραγματικά μία οικογένεια και τους φερόμασταν άψογα.

    Σε ό,τι αφορά την αλεξανδρινή κοινωνία εκείνης της εποχής, θα έλεγα ότι ήταν μια οργανωμένη κοινωνία με μεγάλη ευαισθησία για τον άνθρωπο. Οι ευκατάστατες οικογένειες δεν ανέπτυσσαν κοινωνικές σχέσεις με τους ανθρώπους της κατώτερης τάξης, όμως δεν τους αγνοούσαμε. Υπήρχαν πολλά σωματεία που βοηθούσαν αυτή την τάξη των ανθρώπων που είχε ανάγκη. Γινόντουσαν συγκεντρώσεις, χοροί, τσάγια και μαζεύαμε πολλά χρήματα. Αυτή ήταν μια παροικία επιπέδου. Όλες οι κυρίες που είχαν τα μέσα εργάζονταν στα φιλανθρωπικά. Εγώ για παράδειγμα ήμουν πρόεδρος σε δύο σωματεία. Ό,τι μπορούσε να κάνει η κάθε μία, το έκανε, για να βοηθήσει τις φτωχές οικογένειες. Οι εκδηλώσεις που κάναμε ήταν μεγάλοι χοροί που άφηναν χρήματα και, όταν έρχονταν οι άντρες αργά το βράδυ για να λάβουν μέρος στη γιορτή, είχαν το χέρι στην τσέπη και μαζεύονταν πολλές χιλιάδες. Διότι τα σωματεία διέθεταν μεν τη δική τους στέγη από δωρεές μεγάλων ευεργετών, αλλά δεν είχαν κεφάλαιο να κινηθούν. Μετά ήρθε ο πόλεμος και πάλι η παροικία ήταν πρόθυμη να βοηθήσει. Ξεκίνησε «η φανέλα του στρατιώτη» από την Αργίνη Σαλβάγου και μας μοιράζανε θυμάμαι μαλλί και βελόνες, ενώ παράλληλα μας έδιναν οδηγίες για το πως να τις πλέξουμε. Όλα αυτά έγραψαν σελίδες πολύ ωραίες για τον ελληνισμό της Αιγύπτου.

    Μετά τις εθνικοποιήσεις αναγκαστήκαμε να φύγουμε. Μας πήραν την εταιρία, αλλά το σπίτι δεν μπόρεσαν να το πειράξουν. Αναγκαστήκαμε, όμως, να το πουλήσουμε τμηματικά για να μπορέσουμε να ζήσουμε. Εγώ έφυγα το 1965 και λίγους μήνες αργότερα το σπίτι γκρεμίστηκε και στη θέση του οικοπέδου χτίστηκαν 48 πολυκατοικίες. Ήταν πραγματικά ένα υπέροχο σπίτι κι εγώ ήμουν πολύ ευτυχισμένη ζώντας εκεί. Είχε έναν τεράστιο κήπο, τον οποίο δεν μπορώ να πω ότι ευχαριστήθηκα και πολύ γιατί ήμουν μονίμως απασχολημένη. Κάθε πρωί πήγαινα στα δύο φιλανθρωπικά σωματεία που είχα αναλάβει. Καμιά φορά σκέφτομαι, ότι ενώ είχα αυτόν τον καταπληκτικό κήπο, αντί να καλώ τους φίλους μου και να τον απολαμβάνω, ή να κάθομαι εκεί με  τα παιδιά μου, εγώ ήμουν απασχολημένη στους δρόμους της Αλεξάνδρειας. Βλέπεις όταν τα έχεις, τα θεωρείς όλα δεδομένα. Νομίζεις ότι θα είναι εκεί για πάντα. Μέχρι τη μέρα που φύγαμε δεν πίστευα πραγματικά ότι θα φεύγαμε. 

    Όταν ήρθαμε στην Ελλάδα συμβιβαστήκαμε, γιατί όλα είναι θέματα ψυχής. Όταν το πάρεις απόφαση και πεις ότι έως εκεί ήτανε και τελείωσε, τότε το αναπολείς με ομορφιά. Εγώ την Αλεξάνδρεια την αναπολώ ως κάτι πολύ ωραίο.

     Όταν ήμουν στην Αίγυπτο θεωρούσα ότι είχα μεγαλώσει τα παιδιά μου με αυστηρές αρχές και ότι δεν ήταν κακομαθημένα. Όταν όμως έφθασα στην Αθήνα και είδα τις συνθήκες ζωής των Αθηνών, είπα «είσαι τρελή, τι θα πει δεν είναι κακομαθημένα;». Από τον τρόπο ζωής στην Αίγυπτο εννοώ. Μέσα στο καζουλέϊκο για παράδειγμα, το πρωί η καμαριέρα θα βοηθούσε τα παιδιά να ντυθούν, μετά στην τραπεζαρία άλλη καμαριέρα θα τους βοηθούσε να πάρουν το πρωινό τους, και όταν πήγαιναν στο σχολείο τους περίμενε ο οδηγός. Όλα αυτά από τη μια μέρα στην άλλη χάθηκαν. Οι τρόποι συμπεριφοράς τους ήταν άλλου επιπέδου και παρεξηγήθηκαν. Παραδείγματος χάριν, τον γιο μου τον σνόμπαραν οι συμμαθητές του και του έλεγαν ότι τους κάνει τον αριστοκράτη. Αλλά έτσι είχε μάθει και ποτέ δεν μιλούσε για τη ζωή του στην Αλεξάνδρεια. Ευτυχώς τα παιδιά προσαρμόστηκαν αμέσως και ποτέ δεν παραπονέθηκαν. Είναι παιδιά που αν τα βάλεις με το βασιλιά της Ελλάδας ή με τον οδηγό του λεωφορείου θα αντιμετωπίσουν και τους δύο με τον ίδιο σεβασμό και κατανόηση. Βλέπεις η ζωή μας στην Αλεξάνδρεια είχε μια παράξενη δομή, την οποία δεν πιστεύω κανείς στην Ελλάδα να είχε, όσο πλούσιος κι αν ήταν. Ακόμα και σήμερα, οι πλούσιες οικογένειες των Αθηνών δεν θα είχαν τη δυνατότητα να ζήσουν έτσι ούτε για ένα μήνα. Πολλές φορές κλείνω τα μάτια μου και σκέφτομαι «θεέ μου, εγώ τα έζησα όλα αυτά;». Γιατί πραγματικά σαν παραμύθι τα θυμάμαι όχι σαν πραγματικότητα».

  • Οικία – Μουσείο Καβάφη

    Οικία – Μουσείο Καβάφη

    Μια μοναδική και ατμοσφαιρική βραδιά με πλούσιο πρόγραμμα πέρασαν πολλοί αλεξανδρινοί Έλληνες και Αιγύπτιοι στην Οικία-Μουσείο Καβάφη το απόγευμα της Τετάρτης 17 Απριλίου με την ευκαιρία της παρουσίασης της καινούριας αραβικής μετάφρασης του συνόλου του έργου του από τον καταξιωμένο ποιητή Ριφάατ Σαλάμ.

    175Το Παράρτημα στην Αλεξάνδρεια του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού εγκαινίασε με αυτή την εκδήλωση μια σειρά από πολιτιστικές δράσεις για το έτος Καβάφη που θα περιλαμβάνουν εικαστικές εκθέσεις, προβολές ντοκιμαντέρ, συναυλίες, λευκώματα και εκδόσεις.

    Η λογοτεχνική βραδιά άρχισε με την παρουσίαση του μεταφραστικού έργου του Ριφάατ Σαλάμ από τους ποιητές Φουάντ Ταμάν και Μοντάσσερ αμπντ ελ-Μααγκούντ. Ο πρώτος έκανε μια αναδρομή στις προηγούμενες αραβικές μεταφράσεις του Χάμντυ Ιμπραχίμ, του Ναΐμ Αττία και του Σαμουήλ Μπισάρα δείχνοντας το συνεχώς αυξανόμενο ενδιαφέρον των Αιγυπτίων για το ποιητικό έργο του μεγάλου αλεξανδρινού, του ποιητή που τιμά την Αλεξάνδρεια. Ο Μοντάσσερ επισήμανε το γεγονός ότι το βιβλίο του Ριφάατ Σαλάμ προσφέρει στο αραβόφωνο κοινό το πλήρες έργο του Καβάφη, καθώς εκτός από τα 154 ποιήματα του κανόνα περιλαμβάνει τα αποκηρυγμένα, τα ατελή, τα κρυμμένα, τα πεζά και εκτενή κατατοπιστική εισαγωγή, ενώ αναφέρθηκε λεπτομερέστερα στην πρωτοτυπία και ιδιαιτερότητα της καβαφικής  θεματολογίας και ποιητικής φιλοσοφίας. Στη συνέχεια ο μεταφραστής με έναν πυκνό και ελκυστικό λόγο σκιαγράφησε τον δικό του Καβάφη τονίζοντας και την μακρόχρονη ενασχόληση με το έργο του.

    Ακολούθησε η απαγγελία πέντε από τα γνωστότερα καβαφικά ποιήματα στα ελληνικά, αραβικά, αγγλικά και ιταλικά. Το κοινό παρακολουθούσε συναρπασμένο και με μεγάλη προσοχή τους αναγνώστες, ο καθένας από τους οποίους απέδωσε με τον δικό του προσωπικό τρόπο τα ποιήματα.

    Ο Γενικός Πρόξενος κος Χρήστος Καποδίστριας άρχισε με το «Περιμένοντας τους βαρβάρους», η Σαββούλα Λιάτσου συνέχισε με την «Ιθάκη», ο Παναγιώτης Παναγιώτου με το «Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον», η Αλεξάνδρα Νάτσια με το «Η πόλις», η μαθήτρια Ελπίδα Θεοφιλογιαννάκου με το «Θερμοπύλες», ενώ το τελευταίο η μαθήτρια Ελισάβετ Καρυδιά το απήγγειλε στα αγγλικά. Στα ιταλικά ερμηνεύτηκε με εντυπωσιακό τρόπο η «Πόλις» από την καθηγήτρια ιταλικής γλώσσας στο πανεπιστήμιο Αλεξάνδρειας Ρομπέρτα Μποναλούμε. Εξίσου συναρπαστική ήταν η απόδοση στα αραβικά από τον Αλάα Μουστάφα, την Μαριάν Αττάλα και τους προσκεκλημένους Αιγύπτιους ποιητές. Η εκδήλωση έκλεισε με τραγούδια του Σάγιεντ Νταρουίς, Φαρίντ ελ Άτρας και Φαϊρούζ συνοδεία ούτι.

    157163