Κατηγορία: ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ

Η συγκεκριμένη κατηγορία περιέχει κείμενα που αφορούν στην ιστορία της Ελληνικής Παροικίας στην Αλεξάνδρεια.

  • Ευγένιος Μιχαηλίδης (1885-1975): ο «χαλκέντερος» αιγυπτιώτης λόγιος

    Ευγένιος Μιχαηλίδης (1885-1975): ο «χαλκέντερος» αιγυπτιώτης λόγιος

    Κατά κοινή ομολογία ο Ευγένιος Μιχαηλίδης έχει καθιερωθεί ως μια από τις πλέον σημαίνουσες προσωπικότητες της αιγυπτιώτικης λογιοσύνης. Τον διέκρινε μια αξιοθαύμαστη ιστορική συνείδηση που τον ώθησε να διασώσει τη συνολική διανοητική, καλλιτεχνική, οικονομική, εκκλησιαστική και κοινωνική ζωή της παροικίας, όπως αυτή καταγράφηκε στον κάθε μορφής έντυπο λόγο.  Χωρίς υπερβολή έγινε ο θησαυροφύλακας της προσφοράς αιγυπτιώτη ελληνισμού.

    Αντί να σκιαγραφήσουμε, όμως,  την βιογραφία του ας αφήσουμε τον ίδιο να μιλήσει με τον δικό του τρόπο για τον εαυτό του: «Εγεννήθην εις τα Ιεροσόλυμα, τη 2α Νοεμβρίου 1885. Ο πατήρ μου ωνομάζετο Μιχαήλ και ήτο διδάσκαλος των ελληνο-αραβικών εις τα Ελληνικά Σχολεία του Παναγίου Τάφου επί σαράντα περίπου έτη.

    001Διήκουσα τα πρώτα μαθήματά μου εις τα εν λόγω Ελληνικά Σχολεία του Π. Τάφου και συνεπλήρωσα αυτά εις την περίπτυστον Θεολογικήν Σχολήν του Σταυρού Ιεροσολύμων (1902-1909), εκ της οποίας απεφοίτησα με Πτυχίον Διδασκάλου (Φιλολογικών, Φιλοσοφικών και Θεολογικών μαθημάτων της 21η Ιουνίου 1909). Ακολούθως ενεγράφην εις το Αραβικόν Ανατολικόν Πανεπιστήμιον Ζάχλε (Λιβάνου), επί διετίαν (1909-1911). Εκ τούτου απεφοίτησα με πτυχίον διακριτικής επιδόσεως του Δρος εις την Αραβικήν γλώσσαν και φιλολογίαν, τη 15η Ιουνίου 1911».

    003Στο σχεδόν τριών σελίδων αυτοβιογραφικό σημείωμα καταγράφει αναλυτικά την πλούσια υπηρεσία του στα ελληνικά εκπαιδευτήρια της Αλεξάνδρειας από το 1921 μέχρι το 1971, αναφέροντας ονομαστικά το Λύκειο Γκίκα, το Αβερώφειο Γυμνάσιο, την Σαλβάγειο Εμπορική Σχολή, το Ανώτερο Παρθεναγωγείο, την Πατριαρχική Σχολή Φώτιος Α΄ και την νυκτερινή σωματειακή Σχολή (Αρίονος). Από το 1960 μέχρι το 1971, οπότε συνέταξε την αυτοβιογραφία του, ίδρυσε και διηύθυνε το Κέντρο Ελληνικών Σπουδών, όπου δίδασκε την ελληνική γλώσσα σε Αιγύπτιους και για τις ανάγκες της διδασκαλίας έγραψε τα  γλωσσικά εγχειρίδια. Στα Δελτία που εξέδιδε το Κέντρο βρίσκουμε, ανάμεσα σε άλλα, και τις πρώτες μεταφράσεις στα αραβικά ποιημάτων του Καβάφη από τον Άλυ Νουρ. Στη συνέχεια ο Μιχαηλίδης αναφέρεται στη θητεία του στη δημοσιογραφία από το 1911 μέχρι το 1971, επισημ004αίνοντας, ανάμεσα σε άλλα, τη θέση του Διευθυντή και Αρχισυντάκτη του πατριαρχικού περιοδικού «Εκκλησιαστικός Φάρος» και του αραβόφωνου πατριαρχικού εντύπου «Ο Καλός Ποιμήν», τη συνεργασία του στις εγκυκλοπαίδειες «Πυρσός» και «Πάπυρος-Λαρούς» σε λήμματα σχετικά με  αραβικά θέματα, την πυκνή αρθρογραφία του στα περισσότερα  έντυπα της παροικίας, καθώς και την τακτική συνεργασία του στο περιοδικό του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων «Νέα Σιών». Τέλος, αφού παραθέσει τις πολλές τιμητικές διακρίσεις που έλαβε κατά καιρούς, συμπληρώνει: «Τα δημοσιεύματά μου καθόλου πλησιάζουν τον αριθμόν 1.200 (από του 1909-τέλους Απριλίου 1971)».

    Θα ήταν μάταια η προσπάθεια να καταγράψουμε σ’ αυτό το σύντομο άρθρο το σύνολο   των αυτοτελών εκδόσεών του, πολύ δε περισσ005ότερο να συμπεριλάβουμε τον κατάλογο των άρθρων του σε περιοδικά ή εφημερίδες. Ωστόσο, για έναν πιο απαιτητικό αναγνώστη, αξίζει να αναφέρουμε ενδεικτικά κάποιους τίτλους βιβλίων του που δείχνουν την πολυμάθεια και το εύρος των ενδιαφερόντων του:

    «Ο μεταρρυθμιστής Άλυ Αβντ-Αλ-Ράζεκ και το έργον του περί του Χαλιφάτου», 1926

    «Ο αιγυπτιώτης ελληνισμός και το μέλλον του», 1927

    «Το πρόσωπον του Ιησού κατά το Κοράνιον», 1930

    «Οι Κόπται (ονομασία-ιστορία-εκκλησία-διδασκαλία-γλώσσα-φιλολογία-τέχνη-χαρακτηρισμός)», 1937

    «Η Μονή του Αγίου Σάββα Αλεξανδρείας διά μέσου των αιώνων (320-1949)», 1950

    «Τα θεμέλια του Ισλάμ», 1954

    «Εικονογραφημένον λεύκωμα ιεράς Μονής αγίου Γεωργίου εν Παλαιώ Καΐρω», 1959

    «Η πνευματική προσφορά του αιγυπτιώτου ελληνισμού εις την σύγχρονον Αίγυπτον (1853-1963), 1963

     «Βιβλιογραφία των αιγυπτιωτών Ελλήνων (1853-1966), 1966

    «Πανόραμα ήτοι εικονογραφημένη ιστορία του δημοσιογραφικού τύπου της Αιγύπτου υπό αιγυπτιωτών Ελλήνων (1862-1972), 1972

    Τα δύο τελευταία έργα του, παρά τις βιβλιογραφικές ελλείψεις ή τις τυχόν παραδρομές, εξακολουθούν μέχρι σήμερα να αποτελούν το πιο χρήσιμο εργαλείο για κάθε ερευνητή και μελετητή της ιστορικής πορείας του αιγυπτιώτη ελληνισμού. Σχετικά με την Βιβλιογραφία ο Μανώλης Γιαλουράκης σημειώνει: «είναι μοναδικό (βιβλίο) στο είδος του και θ’ αποτελέσει την αφετηρία για όποιον μελλοντικά θελήσει ν’ ασχοληθεί με το ίδιο θέμα». Την «πολύχρονη, συστηματικήν αλτρουιστική δράση του ερευνητή, καθηγητή Ευγένιου Μιχαηλίδη για τα ελληνικά βιβλία, εφημερίδες, περιοδικά, ημερολόγια και διάφορα άλλα έντυπα που εφάνηκαν στην Αίγυπτο», επαινεί ο ποιητής και λόγιος Κ. Ν. Κωνσταντινίδης. Λίγα χρόνια πριν τον θάνατό του ο Μιχαηλίδης προσέφερε την ταξινομημένη από τον ίδιο πλούσια συλλογή του στο Γενικό Προξενείο Αλεξάνδρειας, σε αίθουσα του οποίου στεγάζεται το επονομαζόμενο «Πνευματικό Μουσείο του αιγυπτιώτη ελληνισμού». Έχουμε τη γνώμη ότι οφείλουμε να φροντίσουμε αυτή την αρχειακή βιβλιοθήκη με την σωστή συντήρηση των εντύπων και την ψηφιοποίησή τους  ώστε να έχει εύκολη πρόσβαση ο ερευνητής, ο απλός επισκέπτης και αναγνώστης, όσο και οι μαθητές των κοινοτικών εκπαιδευτηρίων.

    Ο Μιχαηλίδης με μια διορατική και πρωτοπόρα για την εποχή του αντίληψη αναλαμβάνει την πρωτοβουλία να συντάξει και να υποβάλει στα 1933 ένα πολυσέλιδο εμπεριστατωμένο «Υπόμνημα προς τας συγκλήτους Αθηνών και Θεσσαλονίκης περί ιδρύσεως εν αυταίς έδρας αραβικής γλώσσης και φιλολογίας». Εκείνη την εποχή στις Φιλοσοφικές Σχολές των δύο Πανεπιστημίων δημιουργούνταν τα ξενόγλωσσα τμήματα αγγλικής και γαλλικής φιλολογίας. Αντιλαμβάνεται με ακονισμένη συνείδηση ότι η απουσία μιας συστηματικής, σε πανεπιστημιακό επίπεδο, έρευνας και σοβαρής μελέτης του αραβικού πολιτισμού στερεί την  νεοελληνική κοινωνία από μια δικής της οπτικής προσέγγιση, ανταπόκριση, γνώση και  ερμηνεία του αναδυόμενου αραβικού κόσμου, μιας περιοχής με την οποία ο ελληνισμός γειτονεύει, συναλλάσσεται και ανταλλάσσει αγαθά και ιδέες για πολλούς αιώνες, ενώ στο έδαφός της αναπτύσσεται αξιόλογος αριθμός παροικιών. Δυστυχώς, οι χρόνιες δομικές παθογένειες του νεοελληνικού κράτους δεν επέτρεψαν στην πρόταση και προσδοκία του Μιχαηλίδη να υλοποιηθεί ούτε στις μέρες του, όσο και σήμερα, ογδόντα χρόνια μετά το εγχείρημά του. Το ίδιο ατυχής, όμως, υπήρξε και η συμπληρωματική πρόταση του Τάχα Χουσεΐν για τη δημιουργία τμήματος νεοελληνικών σπουδών σε κάποιο από τα αιγυπτιακά πανεπιστήμια, παρά το γεγονός ότι το ζήτημα επανήλθε συχνά στην επικαιρότητα από την μακρινή εποχή της δεκαετίας του ’30 μέχρι τις μέρες μας τόσο από πρωτοβουλίες συλλογικοτήτων, όσο και από σημαίνουσες προσωπικότητες.

     

  • Εχθές

    Εχθές, την Κυριακή το πρωί, κατευθυνθήκαμε προς την εκκλησία του Ευαγγελισμού. Επί της οδού Σαλέχ Σάλεμ στεκόταν πάλι εκείνος. Ο χωρίς πρόσωπο άνθρωπος. Από κάποιο φοβερό έγκαυμα, τα μάτια, η μύτη, τα αυτιά του είχαν αφανιστεί, είχαν μεταβληθεί σε μιαν απαίσια άμορφη μάζα, όπου μόλις διακρίνονταν από τις μελανές ουλές των χειλιών του ως χαίνουσα πληγή το στόμα του, για να βογγά δυνατά από μέσα του και να στενάζει η μάνα του ντουνιά, η Αίγυπτος.
    Αργότερα, κατηφορίσαμε προς τη θάλασσα. Διασχίσαμε την Cornice για να αντιληφθούμε κατά τρόπο εκτυπώτερο, εδώ στη βόρεια ακτή της Αφρικής, ότι η θάλασσα είναι το σύνορο του κόσμου.

    Το μεσημέρι στη στήλη του «Πομπηίου» και αργότερα στον αρχαιολογικό χώρο Kom el Shoqafa, χαμηλά στο πετρώδες έδαφος, ανάμεσα στα ερείπια, ανάμεσα στα μνημεία, διακριτικά και ταπεινά, σε τούφες από καταπράσινο χορτάρι, διάσπαρτες, εδώ και εκεί, πόσες μικρές μαργαρίτες ξεπροβάλλουν, ως ανοιξιάτικο προανάκρουσμα, ανασηκώνοντας το άσημο κιτρινωπό – από ατόφιο ζωντανό χρυσό – κεφαλάκι τους!

    Άραγε τι να σημαίνει η πραγματικότητα που ζούμε; Αυτή η οργανωμένη – θα έλεγε κανείς – αταξία; Η δυναστική αλογία της ερήμου, ανάμεσα σε υπέρογκα λίθινα μνημεία; Tι σημαίνουν λοιπόν οι ένδοξοι τάφοι, τι νόημα έχουν οι σαρκοφάγοι που εκτίθενται στα μουσεία και οι κατακόμβες με τις ανάγλυφες παραστάσεις και τις σπουδαίες τοιχογραφίες στην καρδιά της άσχημης πόλης; Γιατί η τέχνη είναι ασφυκτικά νεκρή, εγκλωβίζει σ’ένα περίκλειστο σχήμα, ενώ κάθε τι ζωντανό, αληθινό, είναι εύθραυστο, ασήμαντο και νοσεί προς θάνατον;

    Πόσο πρέπει να πονέσουμε Θέ μου μέχρι να σε ψηλαψίσουμε ζώντα;

    25η Φεβρουαρίου. Εχθές. Πέρασε ο Γενάρης και ο κουτσουρεμένος Φλεβάρης έπνεε και τότε, εν έτει 2006, τα λοίσθια. Τότε που – μετά το πέρας της θείας λειτουργίας στον Άγιο Νικόλαο Έγκωμης στη Λευκωσία – τρέξαμε επί ματαίω, παρασυρμένοι από τον ενθουσιαμό του πατρός Ιωάννη, για να προλάβουμεμε τις μυγδαλιές ανθισμένες, στις πλαγιές του Τρόοδος.

    Και κύλησε ο χρόνος κλεφτά στο σήμερα. Γλιστρήσαμε από της κλεψύδρας την αδιόρατη, στενήν οπή στην 26η Φεβρουαρίου. Είμαι ακόμα ένας δίχως πρόσωπο άνθρωπος, καθώς σφαλώ – μόλις εξερχόμενος απο το Προξενείο – πίσω μου την πόρτα και επιστρέφω στην οικία μου αναπολώντας το έκτακτο προ δεκαημέρου δειλινό. Είναι, όπως και τότε, ίδια η ώρα που αντίκρισα το χαροποιό, καταιγιστικό, πανευφρόσυνο θέαμα. Η ώρα η γλυκιά με την εσπερινή αύρα και το λεπτό πορφύρωμα στο ραγισμένο ορίζοντα, στα μάτια. Στον εξώστη του παρακειμένου της οικίας μου οικοδομήματος, του «Μάννα», στο οποίο προσφάτως μετεγκαταστάθηκε σύσσωμο το Γηροκομείο της Ελληνικής Παροικίας, αποχωρώντας από το κτίριο του «Κανισκερείου», που δόθηκε προς ενοικίαση σε Γαλλικό σχολείο, στέκονταν δύο τρόφιμοι του Γηροκομείου και τηρούσαν με θαυμασμό και έξαρση – ο ένας απ’ αυτούς χειροκροτώντας – σμήνη πουλιών που σε χωριστούς – πλην όμως διαρκώς μεταβαλλόμενους και κάποτε συμπλεκόμενους – σχηματισμούς, χόρευαν με μιαν απαράμιλλη χορευτική δεινότητα πάνω από τη συστάδα των ομοιόμορφα κουρεμένων αειθαλών δασύφυλλων δέντρων που κοσμούν τον προαύλιο χώρο του Τοσιτσαίου – Πρατσικείου Δημοτικού Σχολείου. «Κύριε Τάσο, αυτό το πανηγύρι επαναλαμβάνεται κάθε απόγευμα εδώ και μέρες. Είναι σπουργίτια. Σε λίγο θα γεμίσουν τα δέντρα, θα πέσουν όλα στα δέντρα για να δοξολογήσουν το Θεό!», μου φώναξε ο ένας απ’ αυτούς, ο κύριος Γιάννης. Δεν είμαι κανένας ρομαντικός, αλλά όταν στη συνέχεια μπήκα στο σπίτι μου, βροντοφώναξα: «Είδατε τι γίνεται έξω; Καταιγισμός χαράς, καταιγισμός ζωής αιφνίδιος!». «Τώρα το πήρες είδηση εσύ; Eμείς μέρες παρατηρoύμε το θέαμα αυτό από το παράθυρο..» με επέπληξε τρυφερά η γυναίκα μου. Στάθηκα λοιπόν και εγώ για ώρα στο παράθυρο και θωρούσα τα νέφη των φτερωτών αγγέλων να συστέλλονται και να διαστέλλονται με μιαν και μόνη πνοή – ποιός ήταν ο μαέστρος; – ζωγραφίζοντας ποικιλότροπα φανταστικά σχέδια – ποιός ήταν ο ζωγράφος; – ώσπου να πέσουν με κατακόρυφες βουτιές, ένα – ένα, λίγα – λίγα και, καταληκτικά, αθρόα σαν πούσι στα δέντρα. Ώσπου να πέσουν αθρόα στα κλαδιά της ψυχής μου για ν’αρχινίσουν τις τρίλιες τους, φουσκώνοντας και ξεφουσκώνοντας μέσα στο ελάχιστο στήθος τους, λίγο πριν λουφάξουν.

    Πέρασαν οι μέρες. Τα σπουργιτάκια τα ξέχασα. Και όταν αργότερα τα αναζήτησα πάλι δεν τα βρήκα, μέρες τώρα αδυνατώ να γίνω εκ νέου αυτόπτης μάρτυς, να αναστήσω εκείνη την έκτακτη καθημερινή ρουτίνα των απογευμάτων. Σαν εχθές, σα σήμερα – θα ήταν λες – που κούρνιασαν στα κλαδιά της ψυχής μου, που κούρνιασαν – ναι – μέχρι τη Βασιλεία των Ουρανών.

  • Συνάντηση με την κ. Καίτη Φραγκίσκου-Καζούλη

    Συνάντησα την κ. Καίτη Φραγκίσκου- Καζούλη πριν από δέκα περίπου χρόνια στο σπίτι της στην Αθήνα, προκειμένου να της πάρω μια συνέντευξη, η οποία εξελίχτηκε σε  μια από τις ωραιότερες και μακρύτερες σε διάρκεια συνεντεύξεις   που έχω κάνει ποτέ.

    Η κ. Καίτη γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια τη δεκαετία του ‘20. Όταν κατά τη διάρκεια του πολέμου παντρεύτηκε τον Ίωνα Καζούλη, μετακόμισε στη βίλα- μέγαρο του πεθερού της, την οποίο συνήθιζε να αποκαλεί “το Καζουλέϊκο”. Ως μέλος πια αυτής της μεγάλης και εύπορης Αλεξανδρινής οικογένειας, έζησε μια ζωή “παραμυθένια”, όπως η ίδια λέει, την οποία θέλησε να μου διηγηθεί με κάθε λεπτομέρεια. Οι ενθυμήσεις σήμερα φιλοξενούν ένα μικρό μόνο τμήμα αυτής της συνέντευξης.

    Την ώρα που έφευγα μου εκμυστηρεύθηκε το εξής: «Πάντα ήθελα να γράψω την ιστορία  της οικογένειας, αλλά ποτέ δεν βρήκα τον χρόνο. Τώρα είμαι ήσυχη γιατί ξέρω ότι κάποιος την κατέγραψε». Μετά από ένα χρόνο η κ. Καίτη έφυγε από τη ζωή. Ας αφήσουμε, όμως, την ίδια να μιλήσει για τη ζωή της:

    «Ο πεθερός μου Μιχάλης Καζούλης ήταν ένας καταπληκτικός άνθρωπος.  Ήρθε λαθρεπιβάτης στην Αίγυπτο στις αρχές του 20ου αιώνα να δουλέψει στα βαμβάκια και αργότερα ίδρυσε τη δική του εταιρία βάμβακος την περίφημη Ms Cazouli&Co. Το 1910 παντρεύτηκε την Μαρίκα Δραγούμη με την οποία έκανε επτά παιδιά, και στο τέλος του πολέμου αγόρασε δύο υπέροχες βίλες στην Ιμπραημία. Την μια, στην οποίο έζησα κι εγώ μετά που παντρεύτηκα, την αγόρασε από τον γιο του Rudolf Hess ο οποίος ερχόταν κάθε χρόνο να μας επισκεφθεί.  Τότε, στη βίλα μέναμε εννέα άτομα, και είχαμε δεκαεπτά ανθρώπους για υπηρετικό προσωπικό, το φαντάζεσαι; Έξι Έλληνες και έντεκα Αιγύπτιους. Έμεναν σ’ ένα σπιτάκι στον κήπο, αλλά τρώγανε όλοι μαζί σε δική τους τραπεζαρία μέσα στο σπίτι. Εμείς είχαμε τη δική μας τραπεζαρία στον επάνω όροφο. Στις μιάμιση ακριβώς χτυπούσε το γκόνγκ για να μαζευτούμε και έπρεπε όλη η οικογένεια να είναι στο τραπέζι στην ώρα της. Το ίδιο γινόταν και για το πρωινό και για το βραδινό. Πολλοί στην Ελλάδα νομίζουν ότι εμείς οι Αιγυπτιώτες πατούσαμε επί πτωμάτων και εκμεταλλευόμασταν τους Αιγυπτίους, αλλά δεν ήταν καθόλου έτσι.  Ζούσαμε αρμονικότατα μαζί τους και υπήρχε μεγάλος σεβασμός. Πολλοί απ’ αυτούς μάλιστα, μετά που φύγαμε, δεν θέλανε να δουλέψουν σε άλλη οικογένεια και επέστρεψαν στα χωριά τους. Μας δίνανε τις υπηρεσίες τους, αλλά ήμασταν πάντα κοντά τους. Κάθε Χριστούγεννα για παράδειγμα, μαζεύονταν όλοι οι συγγενείς στο σπίτι και κόβαμε 35 κομμάτια βασιλόπιτας. Αλλά υπήρχε πάντα και μια πίτα για το προσωπικό και ένας ένας ερχόταν να πάρει το κομμάτι του. Ήμασταν πραγματικά μία οικογένεια και τους φερόμασταν άψογα.

    Σε ό,τι αφορά την αλεξανδρινή κοινωνία εκείνης της εποχής, θα έλεγα ότι ήταν μια οργανωμένη κοινωνία με μεγάλη ευαισθησία για τον άνθρωπο. Οι ευκατάστατες οικογένειες δεν ανέπτυσσαν κοινωνικές σχέσεις με τους ανθρώπους της κατώτερης τάξης, όμως δεν τους αγνοούσαμε. Υπήρχαν πολλά σωματεία που βοηθούσαν αυτή την τάξη των ανθρώπων που είχε ανάγκη. Γινόντουσαν συγκεντρώσεις, χοροί, τσάγια και μαζεύαμε πολλά χρήματα. Αυτή ήταν μια παροικία επιπέδου. Όλες οι κυρίες που είχαν τα μέσα εργάζονταν στα φιλανθρωπικά. Εγώ για παράδειγμα ήμουν πρόεδρος σε δύο σωματεία. Ό,τι μπορούσε να κάνει η κάθε μία, το έκανε, για να βοηθήσει τις φτωχές οικογένειες. Οι εκδηλώσεις που κάναμε ήταν μεγάλοι χοροί που άφηναν χρήματα και, όταν έρχονταν οι άντρες αργά το βράδυ για να λάβουν μέρος στη γιορτή, είχαν το χέρι στην τσέπη και μαζεύονταν πολλές χιλιάδες. Διότι τα σωματεία διέθεταν μεν τη δική τους στέγη από δωρεές μεγάλων ευεργετών, αλλά δεν είχαν κεφάλαιο να κινηθούν. Μετά ήρθε ο πόλεμος και πάλι η παροικία ήταν πρόθυμη να βοηθήσει. Ξεκίνησε «η φανέλα του στρατιώτη» από την Αργίνη Σαλβάγου και μας μοιράζανε θυμάμαι μαλλί και βελόνες, ενώ παράλληλα μας έδιναν οδηγίες για το πως να τις πλέξουμε. Όλα αυτά έγραψαν σελίδες πολύ ωραίες για τον ελληνισμό της Αιγύπτου.

    Μετά τις εθνικοποιήσεις αναγκαστήκαμε να φύγουμε. Μας πήραν την εταιρία, αλλά το σπίτι δεν μπόρεσαν να το πειράξουν. Αναγκαστήκαμε, όμως, να το πουλήσουμε τμηματικά για να μπορέσουμε να ζήσουμε. Εγώ έφυγα το 1965 και λίγους μήνες αργότερα το σπίτι γκρεμίστηκε και στη θέση του οικοπέδου χτίστηκαν 48 πολυκατοικίες. Ήταν πραγματικά ένα υπέροχο σπίτι κι εγώ ήμουν πολύ ευτυχισμένη ζώντας εκεί. Είχε έναν τεράστιο κήπο, τον οποίο δεν μπορώ να πω ότι ευχαριστήθηκα και πολύ γιατί ήμουν μονίμως απασχολημένη. Κάθε πρωί πήγαινα στα δύο φιλανθρωπικά σωματεία που είχα αναλάβει. Καμιά φορά σκέφτομαι, ότι ενώ είχα αυτόν τον καταπληκτικό κήπο, αντί να καλώ τους φίλους μου και να τον απολαμβάνω, ή να κάθομαι εκεί με  τα παιδιά μου, εγώ ήμουν απασχολημένη στους δρόμους της Αλεξάνδρειας. Βλέπεις όταν τα έχεις, τα θεωρείς όλα δεδομένα. Νομίζεις ότι θα είναι εκεί για πάντα. Μέχρι τη μέρα που φύγαμε δεν πίστευα πραγματικά ότι θα φεύγαμε. 

    Όταν ήρθαμε στην Ελλάδα συμβιβαστήκαμε, γιατί όλα είναι θέματα ψυχής. Όταν το πάρεις απόφαση και πεις ότι έως εκεί ήτανε και τελείωσε, τότε το αναπολείς με ομορφιά. Εγώ την Αλεξάνδρεια την αναπολώ ως κάτι πολύ ωραίο.

     Όταν ήμουν στην Αίγυπτο θεωρούσα ότι είχα μεγαλώσει τα παιδιά μου με αυστηρές αρχές και ότι δεν ήταν κακομαθημένα. Όταν όμως έφθασα στην Αθήνα και είδα τις συνθήκες ζωής των Αθηνών, είπα «είσαι τρελή, τι θα πει δεν είναι κακομαθημένα;». Από τον τρόπο ζωής στην Αίγυπτο εννοώ. Μέσα στο καζουλέϊκο για παράδειγμα, το πρωί η καμαριέρα θα βοηθούσε τα παιδιά να ντυθούν, μετά στην τραπεζαρία άλλη καμαριέρα θα τους βοηθούσε να πάρουν το πρωινό τους, και όταν πήγαιναν στο σχολείο τους περίμενε ο οδηγός. Όλα αυτά από τη μια μέρα στην άλλη χάθηκαν. Οι τρόποι συμπεριφοράς τους ήταν άλλου επιπέδου και παρεξηγήθηκαν. Παραδείγματος χάριν, τον γιο μου τον σνόμπαραν οι συμμαθητές του και του έλεγαν ότι τους κάνει τον αριστοκράτη. Αλλά έτσι είχε μάθει και ποτέ δεν μιλούσε για τη ζωή του στην Αλεξάνδρεια. Ευτυχώς τα παιδιά προσαρμόστηκαν αμέσως και ποτέ δεν παραπονέθηκαν. Είναι παιδιά που αν τα βάλεις με το βασιλιά της Ελλάδας ή με τον οδηγό του λεωφορείου θα αντιμετωπίσουν και τους δύο με τον ίδιο σεβασμό και κατανόηση. Βλέπεις η ζωή μας στην Αλεξάνδρεια είχε μια παράξενη δομή, την οποία δεν πιστεύω κανείς στην Ελλάδα να είχε, όσο πλούσιος κι αν ήταν. Ακόμα και σήμερα, οι πλούσιες οικογένειες των Αθηνών δεν θα είχαν τη δυνατότητα να ζήσουν έτσι ούτε για ένα μήνα. Πολλές φορές κλείνω τα μάτια μου και σκέφτομαι «θεέ μου, εγώ τα έζησα όλα αυτά;». Γιατί πραγματικά σαν παραμύθι τα θυμάμαι όχι σαν πραγματικότητα».

  • Εχθές

    Εχθές

    Εχθές, την Κυριακή το πρωί, κατευθυνθήκαμε προς την εκκλησία του Ευαγγελισμού. Επί της οδού Σαλέχ Σάλεμ στεκόταν πάλι εκείνος. Ο χωρίς πρόσωπο άνθρωπος. Από κάποιο φοβερό έγκαυμα, τα μάτια, η μύτη, τα αυτιά του είχαν αφανιστεί, είχαν μεταβληθεί σε μιαν απαίσια άμορφη μάζα, όπου μόλις διακρίνονταν από τις μελανές ουλές των χειλιών του ως χαίνουσα πληγή το στόμα του, για να βογγά δυνατά από μέσα του και να στενάζει η μάνα του ντουνιά, η Αίγυπτος.
    Αργότερα, κατηφορίσαμε προς τη θάλασσα. Διασχίσαμε την Cornice για να αντιληφθούμε κατά τρόπο εκτυπώτερο, εδώ στη βόρεια ακτή της Αφρικής, ότι η θάλασσα είναι το σύνορο του κόσμου.

    Το μεσημέρι στη στήλη του «Πομπηίου» και αργότερα στον αρχαιολογικό χώρο Kom el Shoqafa, χαμηλά στο πετρώδες έδαφος, ανάμεσα στα ερείπια, ανάμεσα στα μνημεία, διακριτικά και ταπεινά, σε τούφες από καταπράσινο χορτάρι, διάσπαρτες, εδώ και εκεί, πόσες μικρές μαργαρίτες ξεπροβάλλουν, ως ανοιξιάτικο προανάκρουσμα, ανασηκώνοντας το άσημο κιτρινωπό – από ατόφιο ζωντανό χρυσό – κεφαλάκι τους!

    Άραγε τι να σημαίνει η πραγματικότητα που ζούμε; Αυτή η οργανωμένη – θα έλεγε κανείς – αταξία; Η δυναστική αλογία της ερήμου, ανάμεσα σε υπέρογκα λίθινα μνημεία; Tι σημαίνουν λοιπόν οι ένδοξοι τάφοι, τι νόημα έχουν οι σαρκοφάγοι που εκτίθενται στα μουσεία και οι κατακόμβες με τις ανάγλυφες παραστάσεις και τις σπουδαίες τοιχογραφίες στην καρδιά της άσχημης πόλης; Γιατί η τέχνη είναι ασφυκτικά νεκρή, εγκλωβίζει σ’ένα περίκλειστο σχήμα, ενώ κάθε τι ζωντανό, αληθινό, είναι εύθραυστο, ασήμαντο και νοσεί προς θάνατον;

    Πόσο πρέπει να πονέσουμε Θέ μου μέχρι να σε ψηλαψίσουμε ζώντα;

    25η Φεβρουαρίου. Εχθές. Πέρασε ο Γενάρης και ο κουτσουρεμένος Φλεβάρης έπνεε και τότε, εν έτει 2006, τα λοίσθια. Τότε που – μετά το πέρας της θείας λειτουργίας στον Άγιο Νικόλαο Έγκωμης στη Λευκωσία – τρέξαμε επί ματαίω, παρασυρμένοι από τον ενθουσιαμό του πατρός Ιωάννη, για να προλάβουμεμε τις μυγδαλιές ανθισμένες, στις πλαγιές του Τρόοδος.

    Και κύλησε ο χρόνος κλεφτά στο σήμερα. Γλιστρήσαμε από της κλεψύδρας την αδιόρατη, στενήν οπή στην 26η Φεβρουαρίου. Είμαι ακόμα ένας δίχως πρόσωπο άνθρωπος, καθώς σφαλώ – μόλις εξερχόμενος απο το Προξενείο – πίσω μου την πόρτα και επιστρέφω στην οικία μου αναπολώντας το έκτακτο προ δεκαημέρου δειλινό. Είναι, όπως και τότε, ίδια η ώρα που αντίκρισα το χαροποιό, καταιγιστικό, πανευφρόσυνο θέαμα. Η ώρα η γλυκιά με την εσπερινή αύρα και το λεπτό πορφύρωμα στο ραγισμένο ορίζοντα, στα μάτια. Στον εξώστη του παρακειμένου της οικίας μου οικοδομήματος, του «Μάννα», στο οποίο προσφάτως μετεγκαταστάθηκε σύσσωμο το Γηροκομείο της Ελληνικής Παροικίας, αποχωρώντας από το κτίριο του «Κανισκερείου», που δόθηκε προς ενοικίαση σε Γαλλικό σχολείο, στέκονταν δύο τρόφιμοι του Γηροκομείου και τηρούσαν με θαυμασμό και έξαρση – ο ένας απ’ αυτούς χειροκροτώντας – σμήνη πουλιών που σε χωριστούς – πλην όμως διαρκώς μεταβαλλόμενους και κάποτε συμπλεκόμενους – σχηματισμούς, χόρευαν με μιαν απαράμιλλη χορευτική δεινότητα πάνω από τη συστάδα των ομοιόμορφα κουρεμένων αειθαλών δασύφυλλων δέντρων που κοσμούν τον προαύλιο χώρο του Τοσιτσαίου – Πρατσικείου Δημοτικού Σχολείου. «Κύριε Τάσο, αυτό το πανηγύρι επαναλαμβάνεται κάθε απόγευμα εδώ και μέρες. Είναι σπουργίτια. Σε λίγο θα γεμίσουν τα δέντρα, θα πέσουν όλα στα δέντρα για να δοξολογήσουν το Θεό!», μου φώναξε ο ένας απ’ αυτούς, ο κύριος Γιάννης. Δεν είμαι κανένας ρομαντικός, αλλά όταν στη συνέχεια μπήκα στο σπίτι μου, βροντοφώναξα: «Είδατε τι γίνεται έξω; Καταιγισμός χαράς, καταιγισμός ζωής αιφνίδιος!». «Τώρα το πήρες είδηση εσύ; Eμείς μέρες παρατηρoύμε το θέαμα αυτό από το παράθυρο..» με επέπληξε τρυφερά η γυναίκα μου. Στάθηκα λοιπόν και εγώ για ώρα στο παράθυρο και θωρούσα τα νέφη των φτερωτών αγγέλων να συστέλλονται και να διαστέλλονται με μιαν και μόνη πνοή – ποιός ήταν ο μαέστρος; – ζωγραφίζοντας ποικιλότροπα φανταστικά σχέδια – ποιός ήταν ο ζωγράφος; – ώσπου να πέσουν με κατακόρυφες βουτιές, ένα – ένα, λίγα – λίγα και, καταληκτικά, αθρόα σαν πούσι στα δέντρα. Ώσπου να πέσουν αθρόα στα κλαδιά της ψυχής μου για ν’αρχινίσουν τις τρίλιες τους, φουσκώνοντας και ξεφουσκώνοντας μέσα στο ελάχιστο στήθος τους, λίγο πριν λουφάξουν.

    Πέρασαν οι μέρες. Τα σπουργιτάκια τα ξέχασα. Και όταν αργότερα τα αναζήτησα πάλι δεν τα βρήκα, μέρες τώρα αδυνατώ να γίνω εκ νέου αυτόπτης μάρτυς, να αναστήσω εκείνη την έκτακτη καθημερινή ρουτίνα των απογευμάτων. Σαν εχθές, σα σήμερα – θα ήταν λες – που κούρνιασαν στα κλαδιά της ψυχής μου, που κούρνιασαν – ναι – μέχρι τη Βασιλεία των Ουρανών.

    Τάσος Θεοφιλογιαννάκος