Κατηγορία: ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ

Η συγκεκριμένη κατηγορία περιέχει κείμενα που αφορούν στην ιστορία της Ελληνικής Παροικίας στην Αλεξάνδρεια.

  • Πέτρος Μάγνης (1880-1953): ένας αιγυπτιώτης λυρικός ποιητής

    Πέτρος Μάγνης (1880-1953): ένας αιγυπτιώτης λυρικός ποιητής

    001

    002

    Ο Κωνσταντίνος Γ. Κωνσταντινίδης (ψευδ. Πέτρος Μάγνης) γεννήθηκε στη Ζαγορά του Πηλίου στα 1880. Μαθήτευσε στο δημοτικό σχολείο και στο σχολαρχείο του χωριού του και συνέχισε τις σπουδές του σε γυμνάσια του Βόλου και της Σύρου. Από την εφηβική του ηλικία άρχισε να γράφει τα πρώτα ποιήματά του. Σώζεται ένα νεανικό ποίημα του 1899 σε καθαρεύουσα με τίτλο «Επί τη θανή του εθνικού ευεργέτου Γεωργίου Αβέρωφ». Αργότερα φοίτησε στη Νομική Σχολή και στην Ανωτάτη Εμπορική Ακαδημία Ρουσσοπούλου.

    Αρκετά πρωτόλεια ποιήματα δημοσιεύτηκαν σε εφημερίδες του Βόλου και σε περιοδικά της Αθήνας. Το ποιητικό ταλέντο του, όμως, ωρίμασε στην Αίγυπτο. Αναλογιζόμενος τα χρόνια που πέρασε στην Αθήνα σημειώνει σε λίγες γραμμές:

    «Στην Αθήνα ζώντας, ουδέποτε πλησίασα, να γνωριστώ από κοντά και να με γνωρίσουν, λογίους εκείνης της εποχής. Ούτε και ζήτησα κανενός τη γνώμη για την αξία των έργων μου. Ανέκαθεν στάθηκα δάσκαλος και κριτής του εαυτού μου».

    Στην Αίγυπτο ο Μάγνης έφτασε το 1903 για να εργαστεί για πολλά χρόνια σε πόλεις και κωμοπόλεις της αιγυπτιακής ενδοχώρας στα εμπορικά γραφεία του Γ. Κανισκέρη που εμπορεύονταν κατά κύριο λόγο βαμβάκι.

    Λίγα χρόνια πριν τον θάνατό του, εγκατεστημένος στη Γκίργκα, αφηγείται ότι η μετανάστευσή του στην Αίγυπτο έγινε όχι με σκοπό να αποκτήσει μεγάλο πλούτο, αλλά για να μην λιμοκτονήσει «αλά Μαρτζώκη και Παπαδιαμάντη, παραμένοντας στην Αθήνα και ασχολούμενος αποκλειστικά με τη λογοτεχνία. Θεραπεύοντας όμως εδώ συγχρόνως τον Λόγιο με τον Κερδώο Ερμή, πείσθηκα, ύστερα από μαύρη πείρα, πως το ρητό «ουκ έξεστιν δυσίν Κυρίοις δουλεύειν», έχει τη θέση του». Η περίπτωση του Μάγνη είναι ανάλογη με εκείνη πολλών αιγυπτιωτών που έγραψαν λογοτεχνικά, πεζογραφικά και ποιητικά κείμενα ενώ εργάζονταν σκληρά για την επιβίωσή τους.

    Επηρεασμένος από κάποιες ουμανιστικές και σοσιαλιστικές ιδέες της εποχής του γράφει ποιήματα που τα ομαδοποιεί με την ονομασία «Κόκκινες σελίδες» και καυτηριάζει από τη μια μεριά την πλουτοκρατία, ενώ, από την άλλη υπερασπίζεται το δίκαιο των φτωχών και των καταπιεσμένων. Αξίζει να αναφερθεί το γεγονός ότι στέλνει στο αθηναϊκό περιοδικό «Νουμάς» ένα επαινετικό άρθρο για τον Μουστάφα Κάμελ, τον νεαρό ηγέτη της αιγυπτιακής αντίστασης στη βρετανική αποικιοκρατία. Ανάμεσα σε άλλα παρατηρεί:

    «Νάταν Ρωμηός και να ζούσε στην Ελλάδα με τέτοια αρχή και πρόγραμμα, σίγουρα θα πέθαινε στην ψάθα περιφρονημένος. Γιατί για την επικράτηση μιας σωστικής ιδέας δεν αρκεί μονάχα ένας Μουστάφα Κάμελ˙ χρειάζεται και λαός μορφωμένος να τον καταλαβαίνει και ο λαός μορφώνεται με τα σκολειά και τις υγιεινές διδασκαλίες των διδασκάλων του. Πράγματα ανύπαρχτα στο έθνος μας».

    Από την έναρξη κυκλοφορίας του αλεξανδρινού λογοτεχνικού περιοδικού «Νέα Ζωή» στα 1904 ο Μάγνης στέλνει ποιήματά του για δημοσίευση. Στα 1908 εκλέγεται μέλος της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού. Τον επόμενο χρόνο, όμως, διαφωνώντας με τις γλωσσικές επιλογές του το εγκαταλείπει και μαζί με τον αδερφό του Πήλιο Ζάγρα και άλλους λογοτέχνες (Χρ. Ζερβό, Κ. Τσαγκαράδα κ.ά) εκδίδει το περιοδικό «Σεράπιον» που τάσσεται ανεπιφύλακτα στο πλευρό των δημοτικιστών της εποχής.

    Στα 1914 ο Μάγνης κυκλοφορεί στην Αλεξάνδρεια την πρώτη ποιητική συλλογή του με τίτλο «Από τα τραγούδια της Σέμης», ενώ στα 1926 προσθέτοντας και ορισμένα καινούρια ποιήματα ξανατυπώνεται με την ονομασία «Τα τραγούδια της Σέμης και άλλα».  Αρκετά χρόνια αργότερα, στα 1933, κυκλοφόρησε τη συλλογή «Αρχιλόχεια», με εμφανή αναφορά στον Αρχίλοχο, τον αποκαλούμενο και «Όμηρο των ιάμβων». Η παραπάνω ποιητική συλλογή με δέκα όλα κι όλα ποιήματα θεωρείται ως το ωριμότερο έργο του ποιητή, για το οποίο, μεταξύ άλλων, ο ίδιος σημειώνει σε μια επιστολή του στον γιατρό Θεόδωρο Καβούρ:

    «Έγραψα τ’ «Αρχιλόχειά»  μου, όχι βέβαια για να μυκτηρίσω και μαστιγώσω, καθώς εκείνος μέχρι θανάτου, αλλ’ απλώς για ν’ αστειευθώ και θωπεύσω ειρωνικά μερικές ανθρώπινες αδυναμίες.

    Γι’ αυτό και σαν προσέξη κανείς μ’ αγάπη τα ποιήματά μου, θα δη πως διαπνέονται από κάποια ευγενικιά κι αιθέρια ειρωνεία που και σ’ αυτόν ακόμα τον αμέσως θιγόμενον προκαλεί το φαιδρό γέλωτα.

    Με το να γραφούν όμως τ’ «Αρχιλόχεια» σε φόρμα ελεύθερη, τους κόλλησε η ρετσινιά πως είνε Καβαφικά, γι’ αυτό και κανείς δεν τα πρόσεξε στην ουσία, άλλοι από αντιπάθεια προς το Καβαφικό είδος, κι άλλοι με τη θεωρία πως από του Καβάφη ανώτερα δε μπορεί να είνε, άρα κι ανάξια προσοχής».

    Στις «Λαδανιές κι’ ερείκια» του 1936, γραμμένες στην επαρχιακή Γκίργκα, πηγή της έμπνευσης είναι η νοσταλγία του γενέθλιου τόπου, η οποία αποδίδεται με λυρικούς τόνους. Τα «Κυκλάμινα» του 1938 είναι χωρισμένα σε δυο μέρη, το πρώτο αποπνέει έναν λυρισμό που αντλείται από βιώματα του παρόντος, ενώ το δεύτερο κυριαρχείται από μια «φιλοσοφική στοχαστικότητα» και μια θεματική ενότητα που έχει επίκεντρο την Αίγυπτο και τα φαραωνικά μνημεία. Στις «Πασχαλιές και χειμωνάνθια» του 1944 υπάρχει μια σύνθεση των «Αρχιλόχειων» και του γνώριμού του λυρισμού της νοσταλγίας και της φυγής. Της τελευταίας αυτής συλλογής προηγήθηκε η απόδοση στη δημοτική του τροπάριου της Κασσιανής. Στα 1947 κυκλοφορεί τη συλλογή «Τα μετά το έπος», η οποία χαρακτηρίζεται από την λατρεία για την Ελλάδα, την έκφραση πικρίας και οργής για τις τραγικές τύχες της μετά το τέλος του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου.

    Τα «Άπαντα» του Πέτρου Μάγνη κυκλοφόρησαν στην Αλεξάνδρεια στα 1957 σε δυο τόμους όπου συμπεριλαμβάνονται και πολλά ανέκδοτα ποιήματα.

    Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος σημειώνει επιγραμματικά στα 1943 για τον ποιητή: «Ο Πέτρος Μάγνης, ένας λαμπρός ποιητής, [είναι] ο σπουδαιότερος ίσως μετά τον Καβάφη». Ο Μανώλης Γιαλουράκης, έχοντας μελετήσει το σύνολο του έργου του ποιητή, παρατηρεί: «Φυσιολάτρης μυστικιστής – υπήρξε τέκτων – κάποτε αρνητής της Θρησκείας («Κόκκινες σελίδες»), κι άλλοτε πιστός της, (αξιόλογη είναι η μετάφρασή του τού τροπαρίου της Κασσιανής), εικονοκλάστης και συντηρητικός, βασανίστηκε από αντιφάσεις, ίσως γιατί έζησε σε μιαν εποχή ζυμώσεων κι ανακατατάξεων». Ο Ι. Μ Χατζηφώτης επισημαίνει: «Με τον Πέτρο Μάγνη κλείνει ο κύκλος των τριών πρώτων αλεξανδρινών ποιητών. Με δεδομένη την απόσταση από τον Καβάφη, ποιητή πανελληνίου κύρους με παγκόσμια απήχηση, Αλιθέρσης και Μάγνης συνθέτουν, μ’ εκείνον στην κορυφή, την πυραμίδα των αξιολογότερων ποιητών της Αλεξάνδρειας.

    003004005

  • Μανώλης Γιαλουράκης

    Τον Μανώλη Γιαλουράκη γνωρίσαμε όλοι ως λογοτέχνη, κριτικό και δημοσιογράφο της εφημερίδας «Ταχυδρόμος». Λίγοι, όμως, γνωρίζουν πλευρές της ζωής του όπως τις έζησε με την αγαπημένη του σύζυγο Σοφία. Την κυρία Σοφία Γιαλουράκη, εκπαιδευτικό και συγγραφέα, συνάντησα στο σπίτι της στην Αθήνα πριν από μερικά χρόνια, όπου μου περιέγραψε στιγμές από την κοινή της πορεία με το Μανώλη και μου διηγήθηκε ιστορίες από την Αλεξάνδρεια της διανόησης:

    «Το να μιλάω για την Αλεξάνδρεια είναι για μένα μεγάλη ευτυχία.  Γεννήθηκα στο Κάιρο όπου και τελείωσα το σχολείο. Σπούδασα αρχαιολογία στην Αίγυπτο, παιδαγωγικά στην Αθήνα και θεατρικό παιχνίδι στη Γενεύη. Στη συνέχεια εγκαταστάθηκα στην Αλεξάνδρεια όπου διορίστηκα από το ελληνικό κράτος ως δασκάλα στα σχολεία της Ιμπραιμίας. Το Μανώλη το γνώρισα σε ένα πλοίο. Γύριζα από την Ιταλία με μια φίλη μου (τότε βλέπεις δεν πηγαίναμε με αεροπλάνα), η οποία μου έδειξε κάποιον από μακριά και μου είπε: «ξέρεις ποιος είναι αυτός; Ένας που διαβάζεις τα άρθρα του στην εφημερίδα. Είναι ο Μανώλης ο Γιαλουράκης, που είναι δημοσιογράφος στον Ταχυδρόμο». Τότε είχε βγάλει και τα πρώτα του βιβλία, τα ταξιδιωτικά. Εγώ εκείνη την εποχή έγραφα σε μια άλλη εφημερίδα, «το Φως», ένα μυθιστόρημα σε συνέχειες, που λεγόταν «η ξανθή Κυρά». Κατεβαίνω, λοιπόν, στην τραπεζαρία με τη φίλη μου να τον γνωρίσω, του συστήνομαι, και μου κάνει την εξής πρόταση: «θέλετε να γνωρίσετε τον Καββαδία;». «Γιατί είναι εδώ;». «Αμέ», μου απαντάει. Ανεβαίνουμε, λοιπόν, μια σκάλα και βλέπω εκεί τον Κόλια με έναν μπερέ. Με τον Μανώλη γνωρίζονταν πολύ καλά, αλλά εμένα, φυσικά, δε με ήξερε. Κάποια στιγμή ο Καββαδίας άρχισε να κουνάει μπροστά στα μάτια μου τα κλειδιά του, με κοίταξε και μου είπε, «πάρτε, κυρία μου, τα κλειδιά μου να πάτε στην καμπίνα μου με τον Μανώλη». Εγώ ξαφνιάστηκα και του λέω, «συγγνώμη, αλλά τον κύριο τώρα μόλις τον γνώρισα και μόνο ένα βιβλίο του έχω διαβάσει». «Γιατί πόσα βιβλία του πρέπει να διαβάσετε, για να πάτε στην καμπίνα μου; Ε, αφού λοιπόν δε θέλετε, καθίστε εδώ μαζί μου». Και άρχισε να μας διηγείται εκείνες τις φοβερές ιστορίες του. Ότι πήγαινε με μαύρες, με άσπρες, με ζώα, με ό,τι μπορείτε να φανταστείτε…Κατάπληκτη εγώ…Η άμοιρη, δεν ήξερα τότε…. Αργότερα, φυσικά, έμαθα ότι τα περισσότερα που έλεγε ήταν προϊόντα της φαντασίας του. Μετά έγινε φίλος του σπιτιού.

    Ο Μανώλης, λοιπόν, ήταν εναντίον του γάμου και είχε βάλει στην εφημερίδα μια ανακοίνωση στην οποίο έλεγε ότι οι καλλιτέχνες δεν πρέπει να παντρεύονται, με το οποίο συμφωνούσα κι εγώ, γιατί πάντα πίστευα ότι αυτοί οι άνθρωποι είναι αλλιώτικοι, δεν συμβιβάζονται εύκολα. Τελικά, ζήτησε να με παντρευτεί με έναν όρο: στο γάμο να μην έρθει κανείς και να μην το ανακοινώσουμε. Έγινε, λοιπόν, ένας υπέροχος γάμος στον Άγιο Σάββα, με κλειστές τις πόρτες, μας πάντρεψε δεσπότης και φυσικά δεν είχαμε κόσμο να κρίνει το νυφικό φουστάνι μου, όπως γίνεται συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις. Όπως καταλαβαίνεις, όταν βγήκαμε  από την εκκλησία και λέγαμε ότι παντρευτήκαμε, κανείς δε μας πίστευε. Έτσι, από την επόμενη μέρα ξεκίνησε ουσιαστικά η αληθινή μου ζωή. Με τον Μανώλη κάναμε πάρα πολλά πράγματα. Eκείνος μου άνοιξε τα φτερά. Δίπλα του, επίσης, σταμάτησα να γράφω, γιατί πίστευα ότι δύο συγγραφείς δε χωράνε στο ίδιο σπίτι. Πήρα, λοιπόν, την απόφαση και την ανακοίνωσα στην εφημερίδα. Οι συνάδελφοι ξαφνιάστηκαν. «Και τί θα τους κάνουμε τώρα τους ήρωες της ξανθής Κυράς;». Τους έβαλα, λοιπόν, όλους σε ένα πλοίο, το βύθισα και πάει, τελείωσε το μυθιστόρημα.

    Τον Μανώλη το θαύμαζα πάρα πολύ. Ήταν πολύ του ταξιδιού και έτσι γνωρίσαμε σχεδόν όλον τον κόσμο. Περάσαμε υπέροχα. Και φυσικά γνώρισα την Αλεξάνδρεια των γραμμάτων. Εκείνος ήταν μέσα στα γράμματα, αφού έγραφε και ο ίδιος. Ο μόνιμος τσακωμός του ήταν με το Τσίρκα, εάν ο Καβάφης ήταν ομοφυλόφιλος ή πολιτικός. Μια φορά πήγε ο Τσίρκας στην εφημερίδα, τον άρπαξε από το πέτο και του είπε φωνάζοντας: «δεν θα μου καταστρέψεις εμένα τη θεωρία μου ότι ο Καβάφης ήταν πολιτικός». Αυτοί ήταν οι καβγάδες. Ωραίοι καβγάδες…

    Ο Μανώλης, τότε, ήταν υπεύθυνος για τη φιλολογική σελίδα της εφημερίδας και πολλοί Αθηναίοι έρχονταν στην Αλεξάνδρεια να συνεργαστούν μαζί του. Έτσι γνώρισα πολλούς λογοτέχνες και ανθρώπους του πνεύματος, όπως τον Γιάννη το Μαγκλή, τον Γιώργο Σεφέρη με τη γυναίκα του και πολλούς άλλους. Όλοι αυτοί μαζεύονταν σε καφενεία, σε ζαχαροπλαστεία, και, κυρίως, στου Αθηναίου. Ήταν, βλέπεις, τόσο εύκολο να συναντήσεις κάποιον γνωστό στο κέντρο της πόλης. Στην Αλεξάνδρεια ζήσαμε μέχρι το ’64, οπότε η εφημερίδα πλέον άρχισε να χάνει πελάτες και το σχολείο όπου δούλευα ως δασκάλα άρχισε να χάνει παιδιά. Έπρεπε, λοιπόν, να παρθεί μια απόφαση. Ο Μανώλης ήταν να πεθάνει. Ήρθαμε λοιπόν στην Ελλάδα, αλλά βρήκαμε δυσκολίες. Αυτό που με σόκαρε τα πρώτα χρόνια ήταν η αγένεια των ανθρώπων. Όταν μπήκα για πρώτη φορά σε ένα ταξί και μου είπε ο οδηγός «πού πάει η μαντάμ;» δεν μπορούσα να το πιστέψω. Δεν την αντέχω την αγένεια. Ο Μανώλης ταλαιπωρήθηκε πάρα πολύ στις εφημερίδες. Έβρισκε μεν δουλειά, αλλά στην Αλεξάνδρεια είχε μάθει διαφορετικά. Εδώ όπου πήγαινε του έλεγαν «θα γράφεις για τη Βουγιουκλάκη» και τους απαντούσε ότι ήξερε να γράφει μόνο πολιτικά και λογοτεχνικά άρθρα και ότι δεν ήταν δυνατόν ν’ αρχίσει να γράφει για τη Βουγιουκλάκη. Τελικά ανέλαβε διευθυντής στην εγκυκλοπαίδεια «Δομή» και ησυχάσαμε από τις εφημερίδες. Εγώ, διορισμένη στο δημόσιο, έκανα μια βόλτα στα σχολεία, τα βρήκα βρώμικα κι έδωσα παραίτηση. Στη συνέχεια, μεταξύ πολλών άλλων, δούλεψα στου Παναγιωτόπουλου, άνοιξα δικό μου νηπιαγωγείο, και οργάνωσα τα εκπαιδευτικά προγράμματα του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης. Όταν αργότερα έχασα τον Μανώλη, άρχισα να γράφω παιδικά βιβλία και άρθρα για το περιοδικό των Αιγυπτιωτών.

    Για να γυρίσω όμως στα παλιά, η Αλεξάνδρεια που εγώ αγάπησα είναι αυτή που έζησα με τον Μανώλη. Τότε που βγαίναμε τα μεσάνυχτα να πάμε σε κάτι αράπικες συνοικίες όπου πουλούσαν πάνω σε κάρα τις «μάγκες», αυτά τα περίεργα εξωτικά φρούτα. Ήταν μια άλλη ζωή αυτή που ζούσα με το Μανώλη. Το πρωί ήμουν η καθώς πρέπει δασκάλα και το βράδυ η μποέμ σύζυγος. Έζησα τελείως διαφορετικά μαζί του, έζησα την Αλεξάνδρεια του πνεύματος και των γραμμάτων».

  • Νίκος Σαντορινιός (1897-1923): ένας λησμονημένος  ποιητής

    Νίκος Σαντορινιός (1897-1923): ένας λησμονημένος ποιητής

    003Ο Νίκος Σαντορινιός γεννήθηκε στη Σύμη τον Αύγουστο του 1897 από φτωχούς και βιοπαλαιστές γονείς. Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε στο νησί του, ενώ συνέχισε στον Πειραιά και την Αλεξάνδρεια μέχρι τη δεύτερη τάξη του σχολαρχείου.  Στην Αίγυπτο μετανάστευσε αναζητώντας μια καλύτερη ζωή. Ορφάνεψε στην παιδική ηλικία του και πέθανε στα 26 χρόνια του χτυπημένος από τη μάστιγα της εποχής, τη φυματίωση. Για να επιβιώσει έκανε κάθε είδους εργασία στην Αλεξάνδρεια. Ξεκίνησε πουλώντας εφημερίδες μαζί με έναν άλλο, χαμένο πρόωρα λογοτέχνη, τον επιστήθιο φίλο του Πέτρο Αλήτη. Εργάστηκε ως πλανόδιος καπνοπώλης, ως υπάλληλος σε διάφορα καταστήματα, ως εργάτης σε εργοστάσιο, ως μεσίτης σε γραφεία παραγγελιών, ως υποβολέας και ηθοποιός σε περιπλανώμενους θιάσους, ως διορθωτής τυπογραφείου, ως δημοσιογράφος, ως επιστάτης σε έζμπα, όπου του διαγνώστηκε η μοιραία ασθένειά  του.

    Το καλοκαίρι του 1920 ταξίδεψε στην Κύπρο και απ’ εκεί, λίγο αργότερα, κατέφυγε στο λατρεμένο νησί του, που πάντα νοσταλγούσε, με την ελπίδα της ανάρρωσης.  Δυστυχώς η κατάσταση της υγείας του χειροτέρευε συνεχώς, ενώ η απαισιοδοξία και η απελπισία συνοδεύουν οδυνηρά τις μοναχικές στιγμές του. Από το φθινόπωρο του 1922 νοσηλεύονταν στο νοσοκομείο Σωτηρία των Αθηνών, όπου άφησε την τελευταία πνοή του στις αρχές του 1923.

    Αρκετά νωρίς πήρε μέρος στην παρέα των Απουάνων, πρωταγωνιστής  της οποίας ήταν ο Γ. Βρισιμιτζάκης. Επρόκειτο για ένα είδος αντισυμβατικού καλλιτεχνικού κινήματος που εκδηλώθηκε γύρω στα 1915 – 1916 με φυσιολατρικές και αναρχίζουσες διαθέσεις . Ο εισηγητής του Γ. Βρισιμιτζάκης επιδίωξε να μεταφέρει  στην Αλεξάνδρεια ανάλογες ιδέες που γνώρισε  στο Βιαρρέτζιο συναναστρεφόμενος τον όμιλο Άπουα. Γράφοντας για την ποίηση του Σαντορινιού, μεταξύ άλλων, σημειώνει: «Μέσα από τον Σαντορινιό μιλά η ποίησις αυτή˙ τόσον η σκέψις του όσον και ο στίχος του έχουν μια μουσικότητα κάπως πρωτόγενη. Ο Σαντορινιός είναι ποιητής της ανατολής… Είναι η ζωή που με το πρώτο κάλπασμά της συναντά τη σκέψη… η ποίησις του Νίκου Σαντορινιού απομένει η καλύτερη προσπάθεια των Απουάνων».

    Στο σύντομο διάβα της ζωής του ο Νίκος Σαντορινιός πρόλαβε και δημοσίευσε την ποιητική συλλογή «Φωνές στην ερημιά» το 1919. Μετά τον θάνατό του ο φίλος του ποιητής Γλαύκος Αλιθέρσης συγκέντρωσε τα ποιήματά του και τα εξέδωσε σε ένα μικρό τόμο με γενικό τίτλο «Ποιητικά έργα» στα 1925 στην Αλεξάνδρεια. Ο ίδιος έγραψε και μια εκτενή εισαγωγή από την οποία αξίζει να παραθέσουμε μερικές γραμμές όπου περιγράφει τον Σαντορινιό:

    «Δε θα κινούσε ποτέ κανενός την περιέργεια ο ψηλός, φτωχοντυμένος και λερός νέος, με το αλήτικό του παρουσιαστικό. Μα καθώς χάζευε στους δρόμους ή καθώς αφηρημένος περπατούσε βιαστικά, μοιράζοντας φύλλα εφημερίδων στις κατοικίες των συνδρομητών, ξαφνικά σε διέκρινε στο απέναντι πεζοδρόμιο, και διασχίζοντας τον πολυθόρυβο δρόμο σε σταματούσε. Κ’ έβλεπες κάτω απ’ τη σταχτιά ρεπούπλικα δυο πηγές μυστικοπάθειας με ανεξήγητο βάθος. Κ’ έξαφνα ο φτωχός εκείνος νέος σκύβοντας σου ψιθύριζε μ’ όλη την ικεσία των απελπισμένων και κουρασμένων υπάρξεων, ικεσία μ’ ευχή ξεπληρωμού προς την υπέρτατη κι άγνωστη Δύναμη, σου ψιθύριζε τους στίχους του Βερλαίν:

                     Μες στην ψυχή μου κλαίει μια βροχή

                             σαν τη βροχή που πέφτει μες στην πόλη…».

    004 005

  • Άλκηστη Πρωτοψάλτη

    Άλκηστη Πρωτοψάλτη

    imagesΗ Άλκηστη Σεβαστή Ατικιουζέλ, η γνωστή μας τραγουδίστρια Πρωτοψάλτη, γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια από Έλληνες γονείς. Στη συνέντευξη που μου παραχώρησε πριν από μερικά χρόνια θυμόταν μεταξύ άλλων ότι οι γονείς της κάνανε πολλά ταξίδια με αυτοκίνητο από την Αλεξάνδρεια στο Κάιρο, ότι οι πυραμίδες της φαινόντουσαν το μεγαλύτερο βουνό που είχε δει ποτέ στη ζωή της, ότι δεν ξέχασε ποτέ τις μύγες μέσα στο αυτοκίνητο τις οποίες άφηνε η μητέρα της γιατί η διαδρομή ήταν μονότονη. Θυμόταν που πάντα της έλεγε, «βρε μαμά γιατί δεν ανοίγεις το παράθυρο να φύγουν οι μύγες;» και της απαντούσε, «όχι, οι μύγες χρειάζονται για να υπάρχει ένας εκνευρισμός και να μην κοιμάται ο οδηγός». Η ιστορία όμως που της αρέσει περισσότερο να διηγείται είναι η εμπειρία της επίσκεψής της στην Αλεξάνδρεια μετά από τριάντα πέντε χρόνια. Ας αφήσουμε όμως την ίδια να μας την αφηγηθεί:

    “Οι μνήμες φυσικά είναι λίγες γιατί έφυγα σε ηλικία επτά ετών, σε μια εποχή όπου ο Νάσερ εξανάγκαζε με τα μέτρα του όλους τους ξένους να φύγουν από την Αίγυπτο. Ξένους εντός εισαγωγικών, βέβαια, γιατί οι δικοί μου δεν ένιωθαν ξένοι σε αυτήν τη χώρα. Την αγάπησαν πολύ βαθειά και ειλικρινά κι όταν έγινε ο ξεριζωμός ένιωσαν πολύ άσχημα. Το μοναδικό περιστατικό που θυμάμαι από την έξοδό μας από την Αίγυπτο είναι μια σκηνή στο τελωνείο. Κρατούσα μια κούκλα στα χέρια μου, την οποία μου άρπαξαν οι τελωνειακοί και με ένα μαχαίρι της άνοιξαν το κεφάλι, πιθανόν για να ελέγξουν αν είχαμε κρύψει τίποτα κοσμήματα. Αυτή η εικόνα με είχε πραγματικά συγκλονίσει και με έκανε να μην παίξω ποτέ ξανά στη ζωή μου με κούκλα.

    Θυμάμαι, επίσης, όταν ήρθαμε στην Ελλάδα, πόσο στεναχωρημένοι ήταν και οι δύο για όλη αυτή την ανατροπή της ζωής τους. Από ό,τι ξέρω ήρθαμε με πέντε βαλίτσες, δε φέραμε μαζί μας τίποτα. Δεν είναι βλέπετε το καλύτερο αίσθημα να σε ξεριζώνουν από τον τόπο σου έτσι ξαφνικά. Είναι σαν να ξεριζώνεις ένα φυτό από το χώμα του, ή μάλλον να το κόβεις από τη ρίζα του και να προσπαθείς να το μεταφυτέψεις σε άλλο έδαφος. Υπάρχει πιθανότητα να ζήσει, αλλά υπάρχει και το ενδεχόμενο να μαραζώσει, όπως έγινε στην περίπτωση του πατέρα μου, που από τη στεναχώρια του μερικά χρόνια αργότερα έπαθε εγκεφαλικό και πέθανε. Στην οικογένεια λοιπόν υπήρχε πάντα μια θλίψη, μια στεναχώρια, η οποία ήταν διάχυτη. Δεν εκφραζόταν ποτέ λεκτικά, αλλά εγώ ως παιδί την αντιλαμβανόμουν. Ένιωθα πως είχε συμβεί κάτι πολύ σοβαρό.

    Όταν, λοιπόν, γύρισα στην Αλεξάνδρεια μετά από τριάντα πέντε χρόνια για να τραγουδήσω στη Βιβλιοθήκη σε μια εκδήλωση προς τιμήν του Καβάφη,  είπα μέσα μου ότι αυτή ήταν μια πολύ όμορφη και γλυκιά ρεβάνς σε όλα αυτά τα γεγονότα που είχαν συμβεί στην οικογένειά μου. Γιατί αυτήν τη χώρα, παρότι μας πλήγωσε ως οικογένεια, εγώ την αγαπώ. Και σκέφτηκα ότι ο Θεός και η ζωή μού έδωσαν αυτή την ευκαιρία, για να μαλακώσω αυτό το συναίσθημα που είχα μέσα μου. Να το σβήσω και να δω αυτήν τη χώρα με ένα άλλο μάτι. Θυμάμαι πώς φύγαμε τότε και πώς ξαναγύριζα τώρα. Με εντυπωσίασε το καλωσόρισμα που δέχτηκα από τον άνθρωπο που ήταν στα διαβατήρια και οι τιμές του αιγυπτιακού κράτους στο πρόσωπό μου. Ναι, αυτή ήταν μια ωραία ρεβάνς. Και μάλιστα σκέφτηκα ότι αν ο πατέρας μου είναι κάπου ψηλά στον ουρανό και τα βλέπει όλα αυτά, θα χαμογελάει. Γιατί είναι μια εξέλιξη που δεν την περιμένεις. Συνήθως δεν ξαναγυρνάς, ή γυρνάς και κουβαλάς ανάμεικτα συναισθήματα. Εμένα μου άρεσε που γύρισα με αυτόν τον τρόπο. Ήταν σαν να μου το χρώσταγε η ζωή να ξαναγυρίσω ως προσκεκλημένη του ίδιου του αιγυπτιακού κράτους. Περάσαμε φυσικά καταπληκτικά και ένιωσα σαν να μην είχα φύγει ποτέ, τόσο οικεία μου ήταν όλα.

    Σ’ εκείνο το ταξίδι επισκέφτηκα και την ελληνική Κοινότητα, η οποία παραχώρησε  γεύμα προς τιμήν μου. Η φιλοξενία τους ήταν καταπληκτική. Επίσης θυμάμαι ότι έζησα μια συγκλονιστική στιγμή όταν επισκέφτηκα το παλιό μου σχολείο, το Αβερώφειο. Μπήκαμε στο προαύλιο και συναντήσαμε τον ίδιο φύλακα γέρο πια, ο οποίος μας κατέβασε ένα τεράστιο σκονισμένο βιβλίο που είχε όλα τα ονόματα των παιδιών της τάξης μου. Και βρήκαμε τ’ όνομά μου, κι εκεί έσπασα. Έκλαψα πάρα πολύ γιατί είναι κάποια πράγματα που δεν μπορείς να τα ελέγξεις. Και μετά πήγαμε σε αυτήν τη βρύση του σχολείου, που όταν ήμουν μικρή δεν έφτανα για να πιω νερό και παρακαλούσα τα μεγαλύτερα παιδιά να με σηκώνουν. Και πήγα στη βρύση κι έσκυψα κι ήπια νερό. Επισκέφθηκα και το γήπεδο, όπου κάναμε τις γυμναστικές επιδείξεις και θυμάμαι ότι φόραγα μια άσπρη φουφούλα με ένα άσπρο μπλουζάκι, λουλούδια στο κεφάλι και ένα καλαθάκι στο χέρι και στεκόμασταν όλα τα παιδιά στη σειρά.

    Πρέπει να ομολογήσω ότι η επιστροφή μου ήταν συγκλονιστική και τη θυμάμαι με πολύ χαρά. Ήταν αυτό ακριβώς που έπρεπε να γίνει για τη δική μου την ψυχή. Πήγα και στο σπίτι του Καβάφη και συγκινήθηκα γιατί τα πράγματα που έχουν να πουν κάτι στο χρόνο αντέχουν και θα ζουν για αιώνες. Και για να δεις τί περίεργα παιχνίδια παίζει η ζωή, το πρώτο τραγούδι που τραγούδησα στην καλλιτεχνική μου καριέρα ήταν το «Απολείπειν ο θεός Αντώνιον» του Καβάφη. Δεκαεπτά χρονών τότε δεν καταλάβαινα τη σημασία του στίχου. Με τα χρόνια κατάλαβα. Τί παράξενο κάρμα κι αυτό, το πρώτο μου τραγούδι να είναι του Καβάφη και μάλιστα το συγκεκριμένο ποίημα “…κι αποχαιρέτα την την Αλεξάνδρεια που χάνεις”.