Ο Ελληνας ποιητής γίνεται αντικείμενο μελέτης από διδακτορικούς φοιτητές και ερευνητές απ’ όλο τον κόσμο
Ο Κ.Π. Καβάφης δεν είναι απλώς ένας απ’ τους σημαντικότερους Ελληνες ποιητές που ασκεί διαχρονικά γοητεία σε παγκόσμιο επίπεδο. Πρόκειται παράλληλα για πρόσωπο που έχει αγαπηθεί όσο λίγα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, με χιλιάδες χρήστες να αναδημοσιεύουν υλικό για τη ζωή και το έργο του, το οποίο ο ίδιος φρόντιζε να συγκεντρώνει και να αρχειοθετεί συστηματικά. Ετσι δημιούργησε ένα μοναδικό λογοτεχνικό και προσωπικό αρχείο από μια εποχή-μεταίχμιο και μεταβατική, όπως εκείνη στην οποία ο ίδιος επέστρεφε για να αντλήσει θέματα. Στο Twitter λογαριασμός με το όνομά του έχει συγκεντρώσει χιλιάδες ακολούθους που ανεβάζουν καθημερινά αγγλόφωνο περιεχόμενο, αποτυπώνοντας την κοσμοπολίτικη διάσταση της ποίησής του αλλά και τις πολλές διαφορετικές ερμηνείες που του αποδίδονται.
Για πέμπτη χρονιά
Στην καρδιά του καλοκαιριού, πίσω από το κτίριο της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση συγκεντρώθηκαν – μετά το ανοιχτό κάλεσμα του ιδρύματος– δώδεκα μεταπτυχιακοί και διδακτορικοί φοιτητές καθώς και ερευνητές στα πρώτα τους βήματα με σκοπό την εξερεύνηση του έργου του Αλεξανδρινού ποιητή (το 2023 συμπληρώνονται 160 χρόνια από τη γέννησή του).
Φέτος με θεματική «Ο Καβάφης μέσα από τις επιστήμες και τις τέχνες» και σε επιμέλεια των Peter Jeffreys, Αναπληρωτή Καθηγητή Αγγλικής Λογοτεχνίας στο Suffolk University της Βοστόνης και Τάκη Καγιαλή, Καθηγητή Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, είναι η πέμπτη χρονιά που επιστήμονες απ’ όλο τον κόσμο συναντιούνται για να εξετάσουν το έργο του ποιητή, αυτήν τη φορά μέσα από τις μεθοδολογικές και θεωρητικές προσεγγίσεις διαφορετικών κλάδων της επιστήμης και της τέχνης. Επίκεντρο της συζήτησης το λογοτεχνικό έργο και το ψηφιακό αρχείο του Κ.Π. Καβάφη, τα οποία εξετάστηκαν μέσα από το πρίσμα διαφορετικών καλλιτεχνικών και ερευνητικών πεδίων όπως η δημιουργική γραφή, η ιστορία, οι κινηματογραφικές σπουδές, η γλωσσολογία, η ιστορία της εκπαίδευσης, η γενεαλογία, η νομισματική, οι μουσικές σπουδές και ο οπτικός πολιτισμός. Στόχος του Διεθνούς Θερινού Σχολείου Καβάφη, που υλοποιήθηκε σε επιμέλεια των Πίτερ Τζέφρις, αναπληρωτή καθηγητή Αγγλικής Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο του Σάλφοκ στη Βοστόνη και Τάκη Καγιαλή, καθηγητή Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, είναι να ερευνήσουν τον τρόπο που διαβάζεται ο Καβάφης σήμερα.
Το Διεθνές Θερινό Σχολείο
Το 2017 ξεκινά το Διεθνές Θερινό Σχολείο Καβάφη από το Αρχείο Καβάφη και το Ιδρυμα Ωνάση με σκοπό να αποτελέσει μια διεθνή επιστημονική συνάντηση – η οποία γίνεται από τότε σε ετήσια βάση με εξαίρεση τα έτη 2020 και 2021 λόγω Covid-19. Το πρώτο Θερινό Σχολείο υλοποιήθηκε με θέμα «Ο Καβάφης στον κόσμο», μια διερεύνηση του έργου του ποιητή σε ευρύτερα λογοτεχνικά και πολιτισμικά πλαίσια. Το δεύτερο, το 2018, ανέδειξε το θέμα «Καβάφης και αρχαιότητα», παρέχοντας τη δυνατότητα καινούργιων οπτικών στο έργο του και θέτοντας νέα ερωτήματα για την καβαφική ποίηση και τη μελέτη της.
Το τρίτο Θερινό Σχολείο το 2019 με τίτλο «Οι προσανατολισμοί του Καβάφη» προσέγγιζε το φαινόμενο Καβάφη στο ευρύτερο γεωγραφικό και ιστορικό του πλαίσιο, τόσο κατά τη διάρκεια της περιόδου της ζωής του ποιητή στην Αλεξάνδρεια όσο και στις επόμενες δεκαετίες, στη διάρκεια των οποίων η ποίησή του αναδείχθηκε σε παγκόσμιο λογοτεχνικό γεγονός. Φτάνοντας πιο κοντά στο σήμερα, το 2022, το Διεθνές Θερινό Σχολείο Καβάφη επιστρέφει μετά την πανδημία με θέμα «Η διαμεσολάβηση του Καβάφη», εξετάζοντας τους χιλιάδες τρόπους με τους οποίους «διαβάζεται» σήμερα το καβαφικό έργο. Από τις έντυπες εκδόσεις και τις μεταφράσεις τους ως τους στίχους του Καβάφη στα λεωφορεία, στο μετρό και στην πόλη, καθώς και τα ποιήματα, τα σχετικά με το καβαφικό έργο. Κείμενα που υπάρχουν στο διαδίκτυο, στίχοι και αποσπάσματα έργων του στα οποία αναφέρονται άρθρα του Τύπου ή ομιλίες, η ψηφιακή συλλογή του Αρχείου Καβάφη, αλλά και τα έργα τέχνης, οι θεατρικές, μουσικές και κινηματογραφικές παραγωγές που αφορούν το έργο και τη ζωή του ποιητή.
Το πολύτιμο αρχείο
Από χειρόγραφα καβαφικών ποιημάτων, έντυπες αυτοσχέδιες εκδόσεις, πεζά λογοτεχνικά κείμενα, άρθρα, μελέτες και σημειώσεις αποτελείται το αρχείο του επιδραστικού ποιητή που συγκεντρώνει πάνω από 2.000 τεκμήρια. Το υλικό αυτό περιήλθε στη διαχείριση του Ιδρύματος Ωνάση στα τέλη του 2012, με σκοπό την προστασία του και τη δυνατότητα ελεύθερης πρόσβασης για το κοινό και τους ερευνητές μετά την ψηφιοποίησή του.
Ωστόσο, το βασικό τμήμα του αρχείου κληροδοτήθηκε στον Α. Σεγκόπουλο από τον Κ.Π. Καβάφη το 1933, ο οποίος δεν είχε αφήσει φιλολογική διαθήκη που να υποδεικνύει τον τρόπο διαχείρισής του. Ο Σεγκόπουλος αρχικά το διαχειρίστηκε μαζί με την πρώτη του σύζυγο Ρίκα Σεγκοπούλου-Αγαλλιανού, ενώ μετά τον θάνατό του το κληροδότησε στη δεύτερη σύζυγό του Κυβέλη.
Το 1969 η κυριότητα του αρχείου πέρασε στον κορυφαίο νεοελληνιστή Γ. Π. Σαββίδη, ο οποίος το αποκατέστησε σε μεγάλο βαθμό, ανακτώντας χειρόγραφα και άλλο υλικό που είχαν αποσπαστεί, προχωρώντας στη σταδιακή έκδοση υλικού με τη βοήθεια άλλων φιλολόγων. Μετά το 1995 το αρχείο διαχειρίστηκε ο Μανόλης Σαββίδης, ο οποίος το εντάσσει στο υλικό του Σπουδαστηρίου Νέου Ελληνισμού, εμπλουτίζοντάς το επίσης με έντυπες και ηλεκτρονικές εκδόσεις.
Ο Σενουσρέτ Α΄ ή όπως είναι γνωστός με το εξελληνισμένο όνομα του Σέσωστρις Α΄, ήταν ο δεύτερος Φαραώ της 12ης Δυναστείας της αρχαίας Αιγύπτου. Βασίλεψε από το 1971 π.Χ. έως το 1926 π.Χ. και ήταν ένας από τους πιο ισχυρούς Φαραώ αυτής της δυναστείας. Ήταν επίσης γνωστός με το όνομα του θρόνου του, Kheperkare, που σημαίνει ¨Η Ψυχή του Ρα γεννήθηκε¨.
Ο Σέσωστρις συνέχισε την επιθετική επεκτατική πολιτική του πατέρα του Ανεμενχέτ Α΄ εναντίον της Νουβίας, εδραιώνοντας έτσι τα επίσημα νότια σύνορα της Αιγύπτου στο Δεύτερο Καταρράκτη. Οργάνωσε επίσης εκστρατεία σε μια όαση της Δυτικής Ερήμου στην έρημο της Λιβύης, ενώ εγκαθίδρυσε διπλωματικές σχέσεις με κάποιες πόλεις στη Συρία και στη Χαναάν. Προσπάθησε ακόμη να κάνει την πολιτική δομή της χώρας πιο συγκεντρωτική με το να υποστηρίζει τους νομάρχες που ήταν πιστοί σ΄ αυτόν.
Στις ¨Ιστορίες¨ του Ηροδότου καταγράφεται μια ιστορία που έλεγαν Αιγύπτιοι ιερείς για ένα φαραώ, τον Σέσωστρι, που κάποτε οδήγησε ένα στρατό βόρεια στη Μικρά Ασία και μετά κατευθύνθηκε στα δυτικά μέχρι που πέρασε στην Ευρώπη, όπου νίκησε τους Σκύθες και τους Θράκες (πιθανώς στη σύγχρονη Ρουμανία και τη Βουλγαρία). Ο Σέσωστρις στη συνέχεια επέστρεψε στην Αίγυπτο, αφήνοντας αποίκους πίσω στο ποταμό Φάσις στην Κολχίδα. Ο Ηρόδοτος προειδοποιούσε τον αναγνώστη ότι αυτή η ιστορία ερχόταν από δεύτερο χέρι μέσω Αιγύπτιων ιερέων. Επίσης σημείωνε ότι οι Κόλχιδες ήταν κοινώς γνωστοί πως είναι Αιγύπτιοι άποικοι.
Σύμφωνα με το Διόδωρο τον Σικελιώτη – που τον αποκαλεί Σέσωψι – και το Στράβωνα, κατέκτησε ολόκληρο τον κόσμο, ακόμη και τη Σκυθία και την Αιθιοπία, χώρισε την Αίγυπτο σε διοικητικές περιφέρειες, ήταν δίκαιος, ενώ εισήγαγε σύστημα καστών στη χώρα και τη λατρεία του Σέραπη.
[Στη φώτο χαλκογραφία του 1830 που απεικονίζει τον Σέσωστρι με το στρατό του]
Το Αιγυπτιακό Θέατρο είναι ένας αρχιτεκτονικός θησαυρός και ένα τοπικό ορόσημο των δυτικών Ηνωμένων Πολιτειών και συγκεκριμένα του Boise του Αϊντάχο. Η συνοικία που βρίσκεται είχε διάφορα μπαρ και συχνές ήταν οι βίαιες συμπεριφορές στους γύρω δρόμους. Ένας άντρας ονόματι Leo Falk αποφάσισε να ανατρέψει αυτήν την κακή δημοσιότητα, κυρίως για να επωφεληθεί το πολυκατάστημά του στο κέντρο της Boise, φτιάχνοντας ένα κινηματο-θέατρο. Από την άλλη, ο Frederick Hummel ήταν διάσημος αρχιτέκτονας του Boise και προσλήφθηκε για να βοηθήσει στο σχεδιασμό του θεάτρου. Πίεσε για ένα θέατρο ισπανικού στυλ, αλλά ο Falk επέμεινε σε ένα αιγυπτιακό θέμα. Ο Falk κέρδισε, αλλά εξακολουθούν να υπάρχουν σημάδια ισπανικής παρέμβασης, όπως τα κόκκινα πλακάκια ισπανικού στυλ στην οροφή.
Στις 19 Απριλίου 1927 το εκπληκτικό Αιγυπτιακό Θέατρο άνοιξε τις πύλες του για το κοινό με μεγαλοπρέπεια. Με πάνω από 1.600 θέσεις, το πλήθος που περίμενε ήταν τεράστιο και αμέσως πήρε μια θέση στην καρδιά του. Ο τοπικός Τύπος έγραψε ότι ¨ενσωματώνει τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της γης του Νείλου, από τις κολοβωμένες πυραμίδες που σχηματίζουν τους μεγάλους πυλώνες, μέχρι τους πυλώνες από μπουμπούκια λωτού με τις περίτεχνες τοιχογραφίες τους¨, ενώ οι μεγάλοι πυλώνες του λωτού που πλαισιώνουν την οθόνη βασίζονται σε αυτούς του Καρνάκ. Γενικότερα, η αρχιτεκτονική του θεάτρου είναι αιγυπτιακού αναγεννησιακού στιλ, εμπνευσμένη από τον πρόσφατα τότε ανακαλυφθέντα τάφο του Φαραώ Τουτανχαμών.
Η Fox Theatre Chain ανέλαβε τη λειτουργία του μερικά χρόνια μετά και το λειτούργησε έτσι μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1940. Αυτή την εποχή μετονομάστηκε σε Fox. Στις αρχές της δεκαετίας του ΄40 η αλυσίδα Paramount Theatre το αγόρασε και σ΄ αυτό οφείλεται η δεύτερη αλλαγή του ονόματος του. Δεδομένου ότι μια αντίπαλη αλυσίδα θεάτρου δεν ήθελε τον ανταγωνισμό στη μαρκίζα, πραγματοποιήθηκε διαγωνισμός για ένα νέο όνομα τριών γραμμάτων για το θέατρο. Ο νικητής ήταν η ADA (το όνομα της συζύγου του κυβερνήτη). Τη δεκαετία του ΄60 υπήρξε πίεση να γκρεμιστεί και να επανασχεδιαστεί, αλλά ένα κίνημα αναπτύχθηκε και το έσωσε.
Στη συνέχεια, ένας πολύ σημαντικός άνθρωπος μπήκε στην ιστορία του θεάτρου. Το όνομά του ήταν Earl Hardy. Η επιτροπή συντήρησης τον έπεισε ότι χρειαζόταν ένα θέατρο και του είπε να αγοράσει το Αιγυπτιακό από την Επιτροπή Αστικής Ανανέωσης. Από τότε ο Ερλ ερωτεύτηκε το θέατρο και όντας και ο ίδιος συντηρητής, το μέλλον του αποδείχθηκε τελικά σταθερό και ο φόβος της καταστροφής εξαφανίστηκε. Επειδή ο Earl Hardy αρρώστησε στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η Anita Kay και ο εξίσου μαχητικός σύζυγός της, Gregory Kaslo, αποφάσισαν να εκπληρώσουν το όνειρο του Earl Hardy. Έτσι, ανακαίνισαν το 1999 και αποκατέστησαν το Αιγυπτιακό Θέατρο σε αυτό που γνωρίζουμε σήμερα.
Παρακολουθήσαμε το σεμινάριο του Διεθνούς Θερινού Σχολείου Καβάφη για τον Αλεξανδρινό ποιητή και τη σύνδεσή του με τη μουσική και ανακαλύψαμε τα «χίλια πρόσωπα» του μουσικού Καβάφη
Πώς προσεγγίζεις και μελετάς ένα από τα «ιερά τέρατα» της ελληνικής ποίησης ώστε να κατανοήσεις την κληρονομιά και την επιδραστικότητά του στο σήμερα;
Σε αυτό ακριβώς προσπαθεί να απαντήσει τα τελευταία πέντε χρόνια το Διεθνές Θερινό Σχολείο Καβάφη που διοργανώνεται από το Αρχείο Καβάφη του Ιδρύματος Ωνάση. Ερευνητές και μελετητές από τη μία και σπουδαστές από την άλλη, από όλο τον κόσμο, προσπαθούν να διαβάσουν ξανά τον Αλεξανδρινό ποιητή μέσα από νέες προσεγγίσεις που θα αναδείξουν τη σημασία του έργου του.
Το φετινό Διεθνές Θερινό Σχολείο Καβάφη, σε επιμέλεια των Peter Jeffreys, Αναπληρωτή Καθηγητή Αγγλικής Λογοτεχνίας στο Suffolk University της Βοστώνης και Τάκη Καγιαλή, Καθηγητή Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, είναι λίγο διαφορετικό, μιας και προσπαθεί να δει το έργο του Κ. Π. Καβάφη υπό το πρίσμα διαφορετικών επιστημών και τεχνών: από την γλωσσολογία μέχρι τον κινηματογράφο και από τη μουσική μέχρι την ιστορία.
Δώσαμε το παρόν στο πέμπτο σεμινάριο του φετινού κύκλου, που ήταν αφιερωμένο στον Καβάφη και τη μουσική. Εισηγητής του, ο Πάνος Βλαγκόπουλος, Καθηγητής στο Τμήμα Μουσικών Σπουδών του Ιονίου Πανεπιστημίου, ο οποίος και χώρισε την παρουσίασή του σε «τρεις πράξεις», για να μιλήσουμε με μουσικούς όρους.
Το πρώτο μέρος ήταν εστιασμένο στη σχέση του ίδιου του Καβάφη με τη μουσική. Τα σχετικά στοιχεία που έχουμε είναι περιορισμένα και κάνουν αυτή την καταγραφή πιο δύσκολη. Ξέρουμε πως ο ποιητής παρακολούθησε κάποιες όπερες του Βάγκνερ και του Πουτσίνι, χωρίς ωστόσο να γνωρίζουμε ποιο ήταν πραγματικά το μουσικό του γούστο. Το μόνο που μπορούμε να πούμε με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση είναι ότι αγαπούσε τη «φυσική μουσική» όπως και αναφέρει στο πεζό του «Μία Νυξ εις το Καλιντέρι».
Όσο θολό και αν είναι το μουσικό τοπίο της ζωής του Καβάφη, δεν μπορούμε να πούμε και το ίδιο για τους μουσικούς που επέλεξαν να καταπιαστούν με το έργο του. Εχει πραγματικό ενδιαφέρον το γεγονός ότι άνθρωποι από εντελώς διαφορετικά μουσικά υπόβαθρα μελοποίησαν έργα του ποιητή με εκ διαμέτρου αντίθετες προσεγγίσεις: από την έντεχνη-λαϊκή προσέγγιση συνθετών όπως ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Μάνος Χατζιδάκις μέχρι τη «λοξή» ματιά της Λένας Πλάτωνος αλλά και την ακαδημαϊκή προσέγγιση του Δημήτρη Μητρόπουλου. Το έργο του Καβάφη πάντως δεν πέρασε απαρατήρητο και από ποπ και ροκ καλλιτέχνες διεθνούς βεληνεκούς όπως ο Λέοναρντ Κοέν, η Λόρι Αντερσον, ο Ρούφους Γουέινραϊτ και η Ντιαμάντα Γκαλάς.
Ο Πάνος Βλαγκόπουλος επέλεξε να εστιάσει στο έργο του Δημήτρη Μητρόπουλου και το «10 Inventions», στο οποίο ο σπουδαίος συνθέτης μελοποίησε δέκα ερωτικά ποιήματα του Αλεξανδρινού, δημιουργώντας μία αντίθεση ανάμεσα στον ηδονιστικό χαρακτήρα των λέξεων και την ατονική μουσική των συνθέσεών του.
Μετά την ολοκλήρωση του σεμιναρίου, κάναμε μία συζήτηση με τον Πάνο Βλαγκόπουλο, προκειμένου να κατανοήσουμε ακόμα καλύτερα τα «χίλια πρόσωπα» του μουσικού Καβάφη:
– Στην εισήγησή σας ανατρέξατε σε μουσικά τεκμήρια από τη ζωή και το έργο του Κ. Π. Καβάφη: συναυλίες που είχε βρεθεί, αναφορές σε έργα του και την προτίμησή του στη «φυσική μουσική». Λαμβάνοντας όλα αυτά τα στοιχεία υπόψη, ποιο θα λέγαμε ότι είναι το μουσικό προφίλ του ίδιου του Καβάφη;
– Η φειδωλότητα ως προς την άμεση έκφραση και διασάφηση προσωπικών γνωμών και προτιμήσεων αποτελεί χαρακτηριστικό όχι μόνο του χαρακτήρα του Καβάφη, αλλά και συνειδητό κομμάτι της ώριμης αισθητικής του. Γνωρίζουμε, π.χ., ότι παρακολούθησε δύο βαγκνερικές παραστάσεις στην Αλεξάνδρεια το 1898 (τις όπερες «Lohengrin» και «Tannhäuser»), την «Bohème» του Τζάκομο Πουτσίνι κατά την πρώτη επίσκεψή του στην Αθήνα, τον Ιούλιο του 1901 και παρέστη και σε άλλες συναυλίες. Παρόλα αυτά δεν έχουμε σαφείς δηλώσεις από μεριάς του για τα μουσικά του γούστα. Η έκφραση συμπάθειας, στο διήγημα «Μία Νυξ εις το Καλιντέρι», στη «φυσική μουσική» των «απλών χωριανών» μας δίνει μια πιο προσωπικά δεσμευτική άποψη, αλλά και αυτή δεν παύει να αποτελεί στοιχείο σε μια συγκεκριμένη μυθοπλασία. Ακόμη κι η ενθουσιώδης γνώμη που εξέφρασε για τις μελοποιήσεις ποιημάτων του από τον Δημήτρη Μητρόπουλο δεν αποκλείει την ερμηνεία, ότι αποτελεί ευγενική ανταπόδοση που πηγάζει από το γεγονός ότι αισθάνθηκε κολακευμένος για το θαυμασμό που του επιδαψίλευε ένας νέος, ταλαντούχος και «μοντέρνος» συνθέτης. Χρειάζεται περισσότερη έρευνα στο ηχοτοπίο της Αλεξάνδρειας του καιρού του, καθώς και στα τεκμήρια του Αρχείου Καβάφη, ιδίως όσα είναι ακόμη ακαταλογογράφητα και αψηφιοποίητα, ώστε να αντληθούν περισσότερες σχετικές πληροφορίες, π.χ., για τις μουσικές που ακούγονταν γύρω του ή τις συναυλίες που παρακολούθησε. Ωστόσο, φοβάμαι ότι δύσκολα θα λάβουμε σαφείς απαντήσεις για τις μουσικές του προτιμήσεις.
– Συνθέτες και μουσικοί από πολύ διαφορετικές αισθητικές αφετηρίες έχουν μελοποιήσει Καβάφη: από τον Χατζιδάκι μέχρι τον Μητρόπουλο και από την Πλάτωνος μέχρι τον Κοέν. Ποιες θα λέγαμε ότι είναι αδρά οι μουσικές κατηγοριοποιήσεις στη μελοποίηση του Καβάφη;
– Οι πρώτες μελοποιήσεις ποιημάτων του Καβάφη έγιναν από Ελληνες συνθέτες στο πλαίσιο του λόγιου έντεχνου τραγουδιού, αυτού δηλαδή που συνέχισε στον 20ό αιώνα την παράδοση του γερμανικού «lied» ή της γαλλικής «mélodie», σε λιγότερο ή περισσότερο συγχρονισμό με το διεθνή μοντερνισμό, από τον Δημήτρη Μητρόπουλο (1925), τον Γιώργο Πονηρίδη (1934), τον Αριστοτέλη Κουντούρωφ (1942). Στο είδος αυτό ανήκουν πολλές μεταγενέστερες συνθέσεις ή μελοποιήσεις από συνθέτες διαφορετικής εθνικής καταγωγής και συνθετικής τεχνικής, όπως αυτές του Τζον Τάβενερ, του Λου Χάρισον, του Χανς Βέρνερ Χέντσε, του Θόδωρου Αντωνίου κ.ά. Μια άλλη κατηγορία μελοποιήσεων ανήκει στο χώρο του ελληνικού «έντεχνου λαϊκού τραγουδιού»: αυτές του Μίκη Θεοδωράκη, του Μάνου Χατζιδάκι, του Δήμου Μούτση, του Θάνου Μικρούτσικου, της Λένας Πλάτωνος κ.ά. Ως τρίτη κατηγορία θα ανέφερα αυτή ξένων τραγουδιστών-συνθετών από τον γενικότερο χώρο της ποπ κουλτούρας και μουσικής, όπως ο Λέοναρντ Κοέν, ο Ρούφους Γουέινραϊτ, η Λόρι Αντερσον, ακόμη ο Vangelis. Πάντως, χαρακτηριστική για τη διείσδυση και την αναγνωρισιμότητα του ονόματος του Καβάφη είναι η δύσκολα κατατάξιμη περίπτωση ενός άλμπουμ που κυκλοφόρησε πριν λίγο καιρό (2023) κι έχει τον τίτλο «M’arrêter ici… Esquisses d’Asie Mineure» («Εδώ ας σταθώ… Σκίτσα από τη Μικρά Ασία»): αποτελεί αποτέλεσμα της συνεργασίας του Ντομινίκ Βελάρ (φωνή, ούτι) και της Ουρανίας Λαμπροπούλου (σαντούρι). Το αποτέλεσμα αποτελείται από οργανικούς αυτοσχεδιασμούς και συνθέσεις πάνω σε ποιήματα του Καβάφη, στο πλαίσιο ενός μεταμοντέρνου έργου-αφιερώματος στην πολυπολιτισμικότητα της Μικράς Ασίας (!). Σημειωτέον ότι ο Βελάρ που υπογράφει συνθετικά τις μελοποιήσεις είναι ένας αναγνωρισμένος τραγουδιστής με ειδίκευση στη μεσαιωνική μουσική και ιδρυτής του εξαιρετικού φωνητικού Ensemble Gilles Binchois.
– Με ποιον τρόπο ανοίγει διάλογο το στοιχείο του Καβάφη με το στοιχείο του εκάστοτε συνθέτη σε κάθε περίπτωση; (Αναφέρατε κιόλας χαρακτηριστικά πως για παράδειγμα το «Alexandra Asking» είναι «περισσότερο Κοέν από ό,τι Καβάφης».)
– Αλλοι συνθέτες (οι περισσότεροι) διαλέγουν συγκεκριμένο ποίημα ή ποιήματα του Καβάφη και προχωρούν στη μελοποίηση. Αλλοι, όπως ο Κοέν ή ο Χέντσε, μελοποιούν μια διασκευασμένη εκδοχή κάποιου ποιήματος. Κάποιοι, όπως ο Τάβενερ, επιλέγουν τη μουσική υπόκρουση της απαγγελίας κάποιου ποιήματος, και, τέλος, άλλοι, όπως ο Γιώργος Σισιλιάνος και ο Μάικλ Φίνισι, τη σύνθεση «καθαρής», ενόργανης μουσικής, εμπνευσμένης από την ποίηση του Καβάφη.
– Ο Δημήτρης Μητρόπουλος αντί για τραγούδια, χαρακτήρισε στην πορεία τις μελοποιήσεις των ερωτικών ποιημάτων του Καβάφη στις «10 Inventions» ως «αρχιτεκτονικά σχέδια» και «μαθηματικούς υπολογισμούς». Τι δηλώνει αυτό για την οπτική του και το μουσικό ύφος αυτών των κομματιών;
– Πρόκειται από τη μια για λέξεις που εντάσσουν το έργο στο μοντερνιστικό κλίμα της εποχής –μιας εποχής που θα χαρακτηριστεί από την αναγωγή της «γεωμετρίας» σε κεντρική έννοια του μοντερνισμού, την υποδοχή του κυβισμού και την «appel à l’ordre» («ανάκληση στην τάξη») στο χώρο των εικαστικών, καθώς και την έμφαση στην κατασκευή και το εγκώμιο στην αρχιτεκτονική από τον Πολ Βαλερί («Ευπαλίνος ή Ο Αρχιτέκτονας», 1921). Από την άλλη, αυτή η επίκληση στις αφηρημένες νοητικές ποιότητες του έργου επιχειρεί να μεταθέσει το βάρος της συζήτησης, από τις κάθε λογής ηθικολογικές αντιδράσεις, στο αίτημα αναγνώρισης της διανοητικής και καλλιτεχνικής τους αξίας.
Στην περίπτωση επίσης του Μητρόπουλου, υπάρχει το «παράδοξο» του ηδονικού χαρακτήρα των ποιημάτων από τη μία και του «ψυχρού» ατονικού χαρακτήρα της μουσικής από την άλλη. Τι δυναμική δημιουργεί αυτή η συνύπαρξη;
– Ο Μητρόπουλος χρησιμοποίησε στις «10 Inventions» την τεχνική του «sprechgesang», ενός υβριδίου μεταξύ τραγουδιού και ομιλίας, σε μια δική του εκδοχή: ως ελαττωμένο τραγούδι, θα έλεγα, παρά ως ενισχυμένη ομιλία, όπως τη συναντάμε στο πρότυπο αυτής της τεχνικής, δηλ. τον Αρνολντ Σένμπεργκ και το έργο του «Φεγγαρίσιος Πιερότος» (1912). Η τεχνική αυτή στις «Inventions» αποτελεί το μουσικό αντίστοιχο της πεζολογικής διάστασης της καβαφικής ποίησης. Από την άλλη, ο Μητρόπουλος δανείζεται μορφολογικά πρότυπα του Μπαρόκ και της αυστηρής αντίστιξης (Μπαχ), μια πρακτική που συνδεόταν την εποχή αυτή με την αναζήτηση μουσικού αντιδότου στο ρομαντισμό (Μπουσόνι) ή στον μοντερνισμό και την υποτιθέμενη έκπτωση των ηθών (Φίτζνερ). Ο συνδυασμός των αντιστικτικών αυτών μορφών με την ατονικότητα παρουσιάζουν την ομοερωτική ποίηση του Καβάφη ως ένα ορθολογικό μοντερνιστικό εγχείρημα, το οποίο διανοίγει δυναμικά νέες υποκειμενικότητες, μακριά από τις συνήθεις προσλήψεις του Αλεξανδρινού ως αδύναμου και γερασμένου ρέκτη μοναχικών απολαύσεων, και της ποίησής του ως προϊόν μιας παθητικής διαδικασίας αναμνήσεων· ενώ η χρήση τονικών υπολειμμάτων και μουσικών δεικτών της Ελληνικότητας, όπως το μελωδικό τριημιτόνιο ή ο ρυθμός των 7/8 («Καλαματιανός»), ανταποκρίνεται στην υβριδικότητα και την ειρωνεία ως θεμελιώδη χαρακτηριστικά της Καβαφικής αισθητικής.
– Από την συνολική σας μελέτη, ποια θα λέγατε ότι είναι η μεγαλύτερη ιδιαιτερότητα στο έργο του Καβάφη για τη μεταφορά του σε ένα μουσικό πλαίσιο;
– Νομίζω ότι αυτή αφορά την συνεχή διαλεκτική ισορροπία ανάμεσα στον πεζολογικό βηματισμό και την απροσδόκητη ή υποδόρια εμφάνιση παραδοσιακών ρυθμικών «νησίδων». Πρόκειται για στοιχείο μιας ιδιαίτερης και εκκεντρικής μουσικότητας, όσο ιδιαίτερος και εκκεντρικός πρέπει να υπήρξε ο ίδιος (και παρά την πεποίθηση του Σεφέρη ότι ο Καβάφης δεν διέθετε «μουσικό αυτί»). Η μουσικορυθμική γοητεία των ποιημάτων του, στην οποία πρώτος υπέκυψε ο «σαν κι εκείνον καμωμένος» Μητρόπουλος, πέρα από τη νοηματική εγγύτητα που τα χαρακτηρίζει με τον κατακερματισμένο μεταμοντέρνο κόσμο μας, έχει εξασφαλίσει στον Καβάφη τόσο την αδιάπτωτη και μάλλον αυξανόμενη παγκόσμια δημοφιλία του, όσο και την διάκριση του πιο συχνά μελοποιημένου ποιητή της ελληνικής γλώσσας.