Category: ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΑΦΙΕΡΩΜΑ

Η συγκεκριμένη κατηγορία περιέχει κείμενα που αφορούν στην ιστορία της Ελληνικής Παροικίας στην Αλεξάνδρεια.

  • Νίκος Σαντορινιός (1897-1923): ένας λησμονημένος  ποιητής

    Νίκος Σαντορινιός (1897-1923): ένας λησμονημένος ποιητής

    003Ο Νίκος Σαντορινιός γεννήθηκε στη Σύμη τον Αύγουστο του 1897 από φτωχούς και βιοπαλαιστές γονείς. Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε στο νησί του, ενώ συνέχισε στον Πειραιά και την Αλεξάνδρεια μέχρι τη δεύτερη τάξη του σχολαρχείου.  Στην Αίγυπτο μετανάστευσε αναζητώντας μια καλύτερη ζωή. Ορφάνεψε στην παιδική ηλικία του και πέθανε στα 26 χρόνια του χτυπημένος από τη μάστιγα της εποχής, τη φυματίωση. Για να επιβιώσει έκανε κάθε είδους εργασία στην Αλεξάνδρεια. Ξεκίνησε πουλώντας εφημερίδες μαζί με έναν άλλο, χαμένο πρόωρα λογοτέχνη, τον επιστήθιο φίλο του Πέτρο Αλήτη. Εργάστηκε ως πλανόδιος καπνοπώλης, ως υπάλληλος σε διάφορα καταστήματα, ως εργάτης σε εργοστάσιο, ως μεσίτης σε γραφεία παραγγελιών, ως υποβολέας και ηθοποιός σε περιπλανώμενους θιάσους, ως διορθωτής τυπογραφείου, ως δημοσιογράφος, ως επιστάτης σε έζμπα, όπου του διαγνώστηκε η μοιραία ασθένειά  του.

    Το καλοκαίρι του 1920 ταξίδεψε στην Κύπρο και απ’ εκεί, λίγο αργότερα, κατέφυγε στο λατρεμένο νησί του, που πάντα νοσταλγούσε, με την ελπίδα της ανάρρωσης.  Δυστυχώς η κατάσταση της υγείας του χειροτέρευε συνεχώς, ενώ η απαισιοδοξία και η απελπισία συνοδεύουν οδυνηρά τις μοναχικές στιγμές του. Από το φθινόπωρο του 1922 νοσηλεύονταν στο νοσοκομείο Σωτηρία των Αθηνών, όπου άφησε την τελευταία πνοή του στις αρχές του 1923.

    Αρκετά νωρίς πήρε μέρος στην παρέα των Απουάνων, πρωταγωνιστής  της οποίας ήταν ο Γ. Βρισιμιτζάκης. Επρόκειτο για ένα είδος αντισυμβατικού καλλιτεχνικού κινήματος που εκδηλώθηκε γύρω στα 1915 – 1916 με φυσιολατρικές και αναρχίζουσες διαθέσεις . Ο εισηγητής του Γ. Βρισιμιτζάκης επιδίωξε να μεταφέρει  στην Αλεξάνδρεια ανάλογες ιδέες που γνώρισε  στο Βιαρρέτζιο συναναστρεφόμενος τον όμιλο Άπουα. Γράφοντας για την ποίηση του Σαντορινιού, μεταξύ άλλων, σημειώνει: «Μέσα από τον Σαντορινιό μιλά η ποίησις αυτή˙ τόσον η σκέψις του όσον και ο στίχος του έχουν μια μουσικότητα κάπως πρωτόγενη. Ο Σαντορινιός είναι ποιητής της ανατολής… Είναι η ζωή που με το πρώτο κάλπασμά της συναντά τη σκέψη… η ποίησις του Νίκου Σαντορινιού απομένει η καλύτερη προσπάθεια των Απουάνων».

    Στο σύντομο διάβα της ζωής του ο Νίκος Σαντορινιός πρόλαβε και δημοσίευσε την ποιητική συλλογή «Φωνές στην ερημιά» το 1919. Μετά τον θάνατό του ο φίλος του ποιητής Γλαύκος Αλιθέρσης συγκέντρωσε τα ποιήματά του και τα εξέδωσε σε ένα μικρό τόμο με γενικό τίτλο «Ποιητικά έργα» στα 1925 στην Αλεξάνδρεια. Ο ίδιος έγραψε και μια εκτενή εισαγωγή από την οποία αξίζει να παραθέσουμε μερικές γραμμές όπου περιγράφει τον Σαντορινιό:

    «Δε θα κινούσε ποτέ κανενός την περιέργεια ο ψηλός, φτωχοντυμένος και λερός νέος, με το αλήτικό του παρουσιαστικό. Μα καθώς χάζευε στους δρόμους ή καθώς αφηρημένος περπατούσε βιαστικά, μοιράζοντας φύλλα εφημερίδων στις κατοικίες των συνδρομητών, ξαφνικά σε διέκρινε στο απέναντι πεζοδρόμιο, και διασχίζοντας τον πολυθόρυβο δρόμο σε σταματούσε. Κ’ έβλεπες κάτω απ’ τη σταχτιά ρεπούπλικα δυο πηγές μυστικοπάθειας με ανεξήγητο βάθος. Κ’ έξαφνα ο φτωχός εκείνος νέος σκύβοντας σου ψιθύριζε μ’ όλη την ικεσία των απελπισμένων και κουρασμένων υπάρξεων, ικεσία μ’ ευχή ξεπληρωμού προς την υπέρτατη κι άγνωστη Δύναμη, σου ψιθύριζε τους στίχους του Βερλαίν:

                     Μες στην ψυχή μου κλαίει μια βροχή

                             σαν τη βροχή που πέφτει μες στην πόλη…».

    004 005

  • Άλκηστη Πρωτοψάλτη

    Άλκηστη Πρωτοψάλτη

    imagesΗ Άλκηστη Σεβαστή Ατικιουζέλ, η γνωστή μας τραγουδίστρια Πρωτοψάλτη, γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια από Έλληνες γονείς. Στη συνέντευξη που μου παραχώρησε πριν από μερικά χρόνια θυμόταν μεταξύ άλλων ότι οι γονείς της κάνανε πολλά ταξίδια με αυτοκίνητο από την Αλεξάνδρεια στο Κάιρο, ότι οι πυραμίδες της φαινόντουσαν το μεγαλύτερο βουνό που είχε δει ποτέ στη ζωή της, ότι δεν ξέχασε ποτέ τις μύγες μέσα στο αυτοκίνητο τις οποίες άφηνε η μητέρα της γιατί η διαδρομή ήταν μονότονη. Θυμόταν που πάντα της έλεγε, «βρε μαμά γιατί δεν ανοίγεις το παράθυρο να φύγουν οι μύγες;» και της απαντούσε, «όχι, οι μύγες χρειάζονται για να υπάρχει ένας εκνευρισμός και να μην κοιμάται ο οδηγός». Η ιστορία όμως που της αρέσει περισσότερο να διηγείται είναι η εμπειρία της επίσκεψής της στην Αλεξάνδρεια μετά από τριάντα πέντε χρόνια. Ας αφήσουμε όμως την ίδια να μας την αφηγηθεί:

    “Οι μνήμες φυσικά είναι λίγες γιατί έφυγα σε ηλικία επτά ετών, σε μια εποχή όπου ο Νάσερ εξανάγκαζε με τα μέτρα του όλους τους ξένους να φύγουν από την Αίγυπτο. Ξένους εντός εισαγωγικών, βέβαια, γιατί οι δικοί μου δεν ένιωθαν ξένοι σε αυτήν τη χώρα. Την αγάπησαν πολύ βαθειά και ειλικρινά κι όταν έγινε ο ξεριζωμός ένιωσαν πολύ άσχημα. Το μοναδικό περιστατικό που θυμάμαι από την έξοδό μας από την Αίγυπτο είναι μια σκηνή στο τελωνείο. Κρατούσα μια κούκλα στα χέρια μου, την οποία μου άρπαξαν οι τελωνειακοί και με ένα μαχαίρι της άνοιξαν το κεφάλι, πιθανόν για να ελέγξουν αν είχαμε κρύψει τίποτα κοσμήματα. Αυτή η εικόνα με είχε πραγματικά συγκλονίσει και με έκανε να μην παίξω ποτέ ξανά στη ζωή μου με κούκλα.

    Θυμάμαι, επίσης, όταν ήρθαμε στην Ελλάδα, πόσο στεναχωρημένοι ήταν και οι δύο για όλη αυτή την ανατροπή της ζωής τους. Από ό,τι ξέρω ήρθαμε με πέντε βαλίτσες, δε φέραμε μαζί μας τίποτα. Δεν είναι βλέπετε το καλύτερο αίσθημα να σε ξεριζώνουν από τον τόπο σου έτσι ξαφνικά. Είναι σαν να ξεριζώνεις ένα φυτό από το χώμα του, ή μάλλον να το κόβεις από τη ρίζα του και να προσπαθείς να το μεταφυτέψεις σε άλλο έδαφος. Υπάρχει πιθανότητα να ζήσει, αλλά υπάρχει και το ενδεχόμενο να μαραζώσει, όπως έγινε στην περίπτωση του πατέρα μου, που από τη στεναχώρια του μερικά χρόνια αργότερα έπαθε εγκεφαλικό και πέθανε. Στην οικογένεια λοιπόν υπήρχε πάντα μια θλίψη, μια στεναχώρια, η οποία ήταν διάχυτη. Δεν εκφραζόταν ποτέ λεκτικά, αλλά εγώ ως παιδί την αντιλαμβανόμουν. Ένιωθα πως είχε συμβεί κάτι πολύ σοβαρό.

    Όταν, λοιπόν, γύρισα στην Αλεξάνδρεια μετά από τριάντα πέντε χρόνια για να τραγουδήσω στη Βιβλιοθήκη σε μια εκδήλωση προς τιμήν του Καβάφη,  είπα μέσα μου ότι αυτή ήταν μια πολύ όμορφη και γλυκιά ρεβάνς σε όλα αυτά τα γεγονότα που είχαν συμβεί στην οικογένειά μου. Γιατί αυτήν τη χώρα, παρότι μας πλήγωσε ως οικογένεια, εγώ την αγαπώ. Και σκέφτηκα ότι ο Θεός και η ζωή μού έδωσαν αυτή την ευκαιρία, για να μαλακώσω αυτό το συναίσθημα που είχα μέσα μου. Να το σβήσω και να δω αυτήν τη χώρα με ένα άλλο μάτι. Θυμάμαι πώς φύγαμε τότε και πώς ξαναγύριζα τώρα. Με εντυπωσίασε το καλωσόρισμα που δέχτηκα από τον άνθρωπο που ήταν στα διαβατήρια και οι τιμές του αιγυπτιακού κράτους στο πρόσωπό μου. Ναι, αυτή ήταν μια ωραία ρεβάνς. Και μάλιστα σκέφτηκα ότι αν ο πατέρας μου είναι κάπου ψηλά στον ουρανό και τα βλέπει όλα αυτά, θα χαμογελάει. Γιατί είναι μια εξέλιξη που δεν την περιμένεις. Συνήθως δεν ξαναγυρνάς, ή γυρνάς και κουβαλάς ανάμεικτα συναισθήματα. Εμένα μου άρεσε που γύρισα με αυτόν τον τρόπο. Ήταν σαν να μου το χρώσταγε η ζωή να ξαναγυρίσω ως προσκεκλημένη του ίδιου του αιγυπτιακού κράτους. Περάσαμε φυσικά καταπληκτικά και ένιωσα σαν να μην είχα φύγει ποτέ, τόσο οικεία μου ήταν όλα.

    Σ’ εκείνο το ταξίδι επισκέφτηκα και την ελληνική Κοινότητα, η οποία παραχώρησε  γεύμα προς τιμήν μου. Η φιλοξενία τους ήταν καταπληκτική. Επίσης θυμάμαι ότι έζησα μια συγκλονιστική στιγμή όταν επισκέφτηκα το παλιό μου σχολείο, το Αβερώφειο. Μπήκαμε στο προαύλιο και συναντήσαμε τον ίδιο φύλακα γέρο πια, ο οποίος μας κατέβασε ένα τεράστιο σκονισμένο βιβλίο που είχε όλα τα ονόματα των παιδιών της τάξης μου. Και βρήκαμε τ’ όνομά μου, κι εκεί έσπασα. Έκλαψα πάρα πολύ γιατί είναι κάποια πράγματα που δεν μπορείς να τα ελέγξεις. Και μετά πήγαμε σε αυτήν τη βρύση του σχολείου, που όταν ήμουν μικρή δεν έφτανα για να πιω νερό και παρακαλούσα τα μεγαλύτερα παιδιά να με σηκώνουν. Και πήγα στη βρύση κι έσκυψα κι ήπια νερό. Επισκέφθηκα και το γήπεδο, όπου κάναμε τις γυμναστικές επιδείξεις και θυμάμαι ότι φόραγα μια άσπρη φουφούλα με ένα άσπρο μπλουζάκι, λουλούδια στο κεφάλι και ένα καλαθάκι στο χέρι και στεκόμασταν όλα τα παιδιά στη σειρά.

    Πρέπει να ομολογήσω ότι η επιστροφή μου ήταν συγκλονιστική και τη θυμάμαι με πολύ χαρά. Ήταν αυτό ακριβώς που έπρεπε να γίνει για τη δική μου την ψυχή. Πήγα και στο σπίτι του Καβάφη και συγκινήθηκα γιατί τα πράγματα που έχουν να πουν κάτι στο χρόνο αντέχουν και θα ζουν για αιώνες. Και για να δεις τί περίεργα παιχνίδια παίζει η ζωή, το πρώτο τραγούδι που τραγούδησα στην καλλιτεχνική μου καριέρα ήταν το «Απολείπειν ο θεός Αντώνιον» του Καβάφη. Δεκαεπτά χρονών τότε δεν καταλάβαινα τη σημασία του στίχου. Με τα χρόνια κατάλαβα. Τί παράξενο κάρμα κι αυτό, το πρώτο μου τραγούδι να είναι του Καβάφη και μάλιστα το συγκεκριμένο ποίημα “…κι αποχαιρέτα την την Αλεξάνδρεια που χάνεις”.

  • Ευγένιος Μιχαηλίδης (1885-1975): ο «χαλκέντερος» αιγυπτιώτης λόγιος

    Ευγένιος Μιχαηλίδης (1885-1975): ο «χαλκέντερος» αιγυπτιώτης λόγιος

    Κατά κοινή ομολογία ο Ευγένιος Μιχαηλίδης έχει καθιερωθεί ως μια από τις πλέον σημαίνουσες προσωπικότητες της αιγυπτιώτικης λογιοσύνης. Τον διέκρινε μια αξιοθαύμαστη ιστορική συνείδηση που τον ώθησε να διασώσει τη συνολική διανοητική, καλλιτεχνική, οικονομική, εκκλησιαστική και κοινωνική ζωή της παροικίας, όπως αυτή καταγράφηκε στον κάθε μορφής έντυπο λόγο.  Χωρίς υπερβολή έγινε ο θησαυροφύλακας της προσφοράς αιγυπτιώτη ελληνισμού.

    Αντί να σκιαγραφήσουμε, όμως,  την βιογραφία του ας αφήσουμε τον ίδιο να μιλήσει με τον δικό του τρόπο για τον εαυτό του: «Εγεννήθην εις τα Ιεροσόλυμα, τη 2α Νοεμβρίου 1885. Ο πατήρ μου ωνομάζετο Μιχαήλ και ήτο διδάσκαλος των ελληνο-αραβικών εις τα Ελληνικά Σχολεία του Παναγίου Τάφου επί σαράντα περίπου έτη.

    001Διήκουσα τα πρώτα μαθήματά μου εις τα εν λόγω Ελληνικά Σχολεία του Π. Τάφου και συνεπλήρωσα αυτά εις την περίπτυστον Θεολογικήν Σχολήν του Σταυρού Ιεροσολύμων (1902-1909), εκ της οποίας απεφοίτησα με Πτυχίον Διδασκάλου (Φιλολογικών, Φιλοσοφικών και Θεολογικών μαθημάτων της 21η Ιουνίου 1909). Ακολούθως ενεγράφην εις το Αραβικόν Ανατολικόν Πανεπιστήμιον Ζάχλε (Λιβάνου), επί διετίαν (1909-1911). Εκ τούτου απεφοίτησα με πτυχίον διακριτικής επιδόσεως του Δρος εις την Αραβικήν γλώσσαν και φιλολογίαν, τη 15η Ιουνίου 1911».

    003Στο σχεδόν τριών σελίδων αυτοβιογραφικό σημείωμα καταγράφει αναλυτικά την πλούσια υπηρεσία του στα ελληνικά εκπαιδευτήρια της Αλεξάνδρειας από το 1921 μέχρι το 1971, αναφέροντας ονομαστικά το Λύκειο Γκίκα, το Αβερώφειο Γυμνάσιο, την Σαλβάγειο Εμπορική Σχολή, το Ανώτερο Παρθεναγωγείο, την Πατριαρχική Σχολή Φώτιος Α΄ και την νυκτερινή σωματειακή Σχολή (Αρίονος). Από το 1960 μέχρι το 1971, οπότε συνέταξε την αυτοβιογραφία του, ίδρυσε και διηύθυνε το Κέντρο Ελληνικών Σπουδών, όπου δίδασκε την ελληνική γλώσσα σε Αιγύπτιους και για τις ανάγκες της διδασκαλίας έγραψε τα  γλωσσικά εγχειρίδια. Στα Δελτία που εξέδιδε το Κέντρο βρίσκουμε, ανάμεσα σε άλλα, και τις πρώτες μεταφράσεις στα αραβικά ποιημάτων του Καβάφη από τον Άλυ Νουρ. Στη συνέχεια ο Μιχαηλίδης αναφέρεται στη θητεία του στη δημοσιογραφία από το 1911 μέχρι το 1971, επισημ004αίνοντας, ανάμεσα σε άλλα, τη θέση του Διευθυντή και Αρχισυντάκτη του πατριαρχικού περιοδικού «Εκκλησιαστικός Φάρος» και του αραβόφωνου πατριαρχικού εντύπου «Ο Καλός Ποιμήν», τη συνεργασία του στις εγκυκλοπαίδειες «Πυρσός» και «Πάπυρος-Λαρούς» σε λήμματα σχετικά με  αραβικά θέματα, την πυκνή αρθρογραφία του στα περισσότερα  έντυπα της παροικίας, καθώς και την τακτική συνεργασία του στο περιοδικό του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων «Νέα Σιών». Τέλος, αφού παραθέσει τις πολλές τιμητικές διακρίσεις που έλαβε κατά καιρούς, συμπληρώνει: «Τα δημοσιεύματά μου καθόλου πλησιάζουν τον αριθμόν 1.200 (από του 1909-τέλους Απριλίου 1971)».

    Θα ήταν μάταια η προσπάθεια να καταγράψουμε σ’ αυτό το σύντομο άρθρο το σύνολο   των αυτοτελών εκδόσεών του, πολύ δε περισσ005ότερο να συμπεριλάβουμε τον κατάλογο των άρθρων του σε περιοδικά ή εφημερίδες. Ωστόσο, για έναν πιο απαιτητικό αναγνώστη, αξίζει να αναφέρουμε ενδεικτικά κάποιους τίτλους βιβλίων του που δείχνουν την πολυμάθεια και το εύρος των ενδιαφερόντων του:

    «Ο μεταρρυθμιστής Άλυ Αβντ-Αλ-Ράζεκ και το έργον του περί του Χαλιφάτου», 1926

    «Ο αιγυπτιώτης ελληνισμός και το μέλλον του», 1927

    «Το πρόσωπον του Ιησού κατά το Κοράνιον», 1930

    «Οι Κόπται (ονομασία-ιστορία-εκκλησία-διδασκαλία-γλώσσα-φιλολογία-τέχνη-χαρακτηρισμός)», 1937

    «Η Μονή του Αγίου Σάββα Αλεξανδρείας διά μέσου των αιώνων (320-1949)», 1950

    «Τα θεμέλια του Ισλάμ», 1954

    «Εικονογραφημένον λεύκωμα ιεράς Μονής αγίου Γεωργίου εν Παλαιώ Καΐρω», 1959

    «Η πνευματική προσφορά του αιγυπτιώτου ελληνισμού εις την σύγχρονον Αίγυπτον (1853-1963), 1963

     «Βιβλιογραφία των αιγυπτιωτών Ελλήνων (1853-1966), 1966

    «Πανόραμα ήτοι εικονογραφημένη ιστορία του δημοσιογραφικού τύπου της Αιγύπτου υπό αιγυπτιωτών Ελλήνων (1862-1972), 1972

    Τα δύο τελευταία έργα του, παρά τις βιβλιογραφικές ελλείψεις ή τις τυχόν παραδρομές, εξακολουθούν μέχρι σήμερα να αποτελούν το πιο χρήσιμο εργαλείο για κάθε ερευνητή και μελετητή της ιστορικής πορείας του αιγυπτιώτη ελληνισμού. Σχετικά με την Βιβλιογραφία ο Μανώλης Γιαλουράκης σημειώνει: «είναι μοναδικό (βιβλίο) στο είδος του και θ’ αποτελέσει την αφετηρία για όποιον μελλοντικά θελήσει ν’ ασχοληθεί με το ίδιο θέμα». Την «πολύχρονη, συστηματικήν αλτρουιστική δράση του ερευνητή, καθηγητή Ευγένιου Μιχαηλίδη για τα ελληνικά βιβλία, εφημερίδες, περιοδικά, ημερολόγια και διάφορα άλλα έντυπα που εφάνηκαν στην Αίγυπτο», επαινεί ο ποιητής και λόγιος Κ. Ν. Κωνσταντινίδης. Λίγα χρόνια πριν τον θάνατό του ο Μιχαηλίδης προσέφερε την ταξινομημένη από τον ίδιο πλούσια συλλογή του στο Γενικό Προξενείο Αλεξάνδρειας, σε αίθουσα του οποίου στεγάζεται το επονομαζόμενο «Πνευματικό Μουσείο του αιγυπτιώτη ελληνισμού». Έχουμε τη γνώμη ότι οφείλουμε να φροντίσουμε αυτή την αρχειακή βιβλιοθήκη με την σωστή συντήρηση των εντύπων και την ψηφιοποίησή τους  ώστε να έχει εύκολη πρόσβαση ο ερευνητής, ο απλός επισκέπτης και αναγνώστης, όσο και οι μαθητές των κοινοτικών εκπαιδευτηρίων.

    Ο Μιχαηλίδης με μια διορατική και πρωτοπόρα για την εποχή του αντίληψη αναλαμβάνει την πρωτοβουλία να συντάξει και να υποβάλει στα 1933 ένα πολυσέλιδο εμπεριστατωμένο «Υπόμνημα προς τας συγκλήτους Αθηνών και Θεσσαλονίκης περί ιδρύσεως εν αυταίς έδρας αραβικής γλώσσης και φιλολογίας». Εκείνη την εποχή στις Φιλοσοφικές Σχολές των δύο Πανεπιστημίων δημιουργούνταν τα ξενόγλωσσα τμήματα αγγλικής και γαλλικής φιλολογίας. Αντιλαμβάνεται με ακονισμένη συνείδηση ότι η απουσία μιας συστηματικής, σε πανεπιστημιακό επίπεδο, έρευνας και σοβαρής μελέτης του αραβικού πολιτισμού στερεί την  νεοελληνική κοινωνία από μια δικής της οπτικής προσέγγιση, ανταπόκριση, γνώση και  ερμηνεία του αναδυόμενου αραβικού κόσμου, μιας περιοχής με την οποία ο ελληνισμός γειτονεύει, συναλλάσσεται και ανταλλάσσει αγαθά και ιδέες για πολλούς αιώνες, ενώ στο έδαφός της αναπτύσσεται αξιόλογος αριθμός παροικιών. Δυστυχώς, οι χρόνιες δομικές παθογένειες του νεοελληνικού κράτους δεν επέτρεψαν στην πρόταση και προσδοκία του Μιχαηλίδη να υλοποιηθεί ούτε στις μέρες του, όσο και σήμερα, ογδόντα χρόνια μετά το εγχείρημά του. Το ίδιο ατυχής, όμως, υπήρξε και η συμπληρωματική πρόταση του Τάχα Χουσεΐν για τη δημιουργία τμήματος νεοελληνικών σπουδών σε κάποιο από τα αιγυπτιακά πανεπιστήμια, παρά το γεγονός ότι το ζήτημα επανήλθε συχνά στην επικαιρότητα από την μακρινή εποχή της δεκαετίας του ’30 μέχρι τις μέρες μας τόσο από πρωτοβουλίες συλλογικοτήτων, όσο και από σημαίνουσες προσωπικότητες.

     

  • Εχθές

    Εχθές, την Κυριακή το πρωί, κατευθυνθήκαμε προς την εκκλησία του Ευαγγελισμού. Επί της οδού Σαλέχ Σάλεμ στεκόταν πάλι εκείνος. Ο χωρίς πρόσωπο άνθρωπος. Από κάποιο φοβερό έγκαυμα, τα μάτια, η μύτη, τα αυτιά του είχαν αφανιστεί, είχαν μεταβληθεί σε μιαν απαίσια άμορφη μάζα, όπου μόλις διακρίνονταν από τις μελανές ουλές των χειλιών του ως χαίνουσα πληγή το στόμα του, για να βογγά δυνατά από μέσα του και να στενάζει η μάνα του ντουνιά, η Αίγυπτος.
    Αργότερα, κατηφορίσαμε προς τη θάλασσα. Διασχίσαμε την Cornice για να αντιληφθούμε κατά τρόπο εκτυπώτερο, εδώ στη βόρεια ακτή της Αφρικής, ότι η θάλασσα είναι το σύνορο του κόσμου.

    Το μεσημέρι στη στήλη του «Πομπηίου» και αργότερα στον αρχαιολογικό χώρο Kom el Shoqafa, χαμηλά στο πετρώδες έδαφος, ανάμεσα στα ερείπια, ανάμεσα στα μνημεία, διακριτικά και ταπεινά, σε τούφες από καταπράσινο χορτάρι, διάσπαρτες, εδώ και εκεί, πόσες μικρές μαργαρίτες ξεπροβάλλουν, ως ανοιξιάτικο προανάκρουσμα, ανασηκώνοντας το άσημο κιτρινωπό – από ατόφιο ζωντανό χρυσό – κεφαλάκι τους!

    Άραγε τι να σημαίνει η πραγματικότητα που ζούμε; Αυτή η οργανωμένη – θα έλεγε κανείς – αταξία; Η δυναστική αλογία της ερήμου, ανάμεσα σε υπέρογκα λίθινα μνημεία; Tι σημαίνουν λοιπόν οι ένδοξοι τάφοι, τι νόημα έχουν οι σαρκοφάγοι που εκτίθενται στα μουσεία και οι κατακόμβες με τις ανάγλυφες παραστάσεις και τις σπουδαίες τοιχογραφίες στην καρδιά της άσχημης πόλης; Γιατί η τέχνη είναι ασφυκτικά νεκρή, εγκλωβίζει σ’ένα περίκλειστο σχήμα, ενώ κάθε τι ζωντανό, αληθινό, είναι εύθραυστο, ασήμαντο και νοσεί προς θάνατον;

    Πόσο πρέπει να πονέσουμε Θέ μου μέχρι να σε ψηλαψίσουμε ζώντα;

    25η Φεβρουαρίου. Εχθές. Πέρασε ο Γενάρης και ο κουτσουρεμένος Φλεβάρης έπνεε και τότε, εν έτει 2006, τα λοίσθια. Τότε που – μετά το πέρας της θείας λειτουργίας στον Άγιο Νικόλαο Έγκωμης στη Λευκωσία – τρέξαμε επί ματαίω, παρασυρμένοι από τον ενθουσιαμό του πατρός Ιωάννη, για να προλάβουμεμε τις μυγδαλιές ανθισμένες, στις πλαγιές του Τρόοδος.

    Και κύλησε ο χρόνος κλεφτά στο σήμερα. Γλιστρήσαμε από της κλεψύδρας την αδιόρατη, στενήν οπή στην 26η Φεβρουαρίου. Είμαι ακόμα ένας δίχως πρόσωπο άνθρωπος, καθώς σφαλώ – μόλις εξερχόμενος απο το Προξενείο – πίσω μου την πόρτα και επιστρέφω στην οικία μου αναπολώντας το έκτακτο προ δεκαημέρου δειλινό. Είναι, όπως και τότε, ίδια η ώρα που αντίκρισα το χαροποιό, καταιγιστικό, πανευφρόσυνο θέαμα. Η ώρα η γλυκιά με την εσπερινή αύρα και το λεπτό πορφύρωμα στο ραγισμένο ορίζοντα, στα μάτια. Στον εξώστη του παρακειμένου της οικίας μου οικοδομήματος, του «Μάννα», στο οποίο προσφάτως μετεγκαταστάθηκε σύσσωμο το Γηροκομείο της Ελληνικής Παροικίας, αποχωρώντας από το κτίριο του «Κανισκερείου», που δόθηκε προς ενοικίαση σε Γαλλικό σχολείο, στέκονταν δύο τρόφιμοι του Γηροκομείου και τηρούσαν με θαυμασμό και έξαρση – ο ένας απ’ αυτούς χειροκροτώντας – σμήνη πουλιών που σε χωριστούς – πλην όμως διαρκώς μεταβαλλόμενους και κάποτε συμπλεκόμενους – σχηματισμούς, χόρευαν με μιαν απαράμιλλη χορευτική δεινότητα πάνω από τη συστάδα των ομοιόμορφα κουρεμένων αειθαλών δασύφυλλων δέντρων που κοσμούν τον προαύλιο χώρο του Τοσιτσαίου – Πρατσικείου Δημοτικού Σχολείου. «Κύριε Τάσο, αυτό το πανηγύρι επαναλαμβάνεται κάθε απόγευμα εδώ και μέρες. Είναι σπουργίτια. Σε λίγο θα γεμίσουν τα δέντρα, θα πέσουν όλα στα δέντρα για να δοξολογήσουν το Θεό!», μου φώναξε ο ένας απ’ αυτούς, ο κύριος Γιάννης. Δεν είμαι κανένας ρομαντικός, αλλά όταν στη συνέχεια μπήκα στο σπίτι μου, βροντοφώναξα: «Είδατε τι γίνεται έξω; Καταιγισμός χαράς, καταιγισμός ζωής αιφνίδιος!». «Τώρα το πήρες είδηση εσύ; Eμείς μέρες παρατηρoύμε το θέαμα αυτό από το παράθυρο..» με επέπληξε τρυφερά η γυναίκα μου. Στάθηκα λοιπόν και εγώ για ώρα στο παράθυρο και θωρούσα τα νέφη των φτερωτών αγγέλων να συστέλλονται και να διαστέλλονται με μιαν και μόνη πνοή – ποιός ήταν ο μαέστρος; – ζωγραφίζοντας ποικιλότροπα φανταστικά σχέδια – ποιός ήταν ο ζωγράφος; – ώσπου να πέσουν με κατακόρυφες βουτιές, ένα – ένα, λίγα – λίγα και, καταληκτικά, αθρόα σαν πούσι στα δέντρα. Ώσπου να πέσουν αθρόα στα κλαδιά της ψυχής μου για ν’αρχινίσουν τις τρίλιες τους, φουσκώνοντας και ξεφουσκώνοντας μέσα στο ελάχιστο στήθος τους, λίγο πριν λουφάξουν.

    Πέρασαν οι μέρες. Τα σπουργιτάκια τα ξέχασα. Και όταν αργότερα τα αναζήτησα πάλι δεν τα βρήκα, μέρες τώρα αδυνατώ να γίνω εκ νέου αυτόπτης μάρτυς, να αναστήσω εκείνη την έκτακτη καθημερινή ρουτίνα των απογευμάτων. Σαν εχθές, σα σήμερα – θα ήταν λες – που κούρνιασαν στα κλαδιά της ψυχής μου, που κούρνιασαν – ναι – μέχρι τη Βασιλεία των Ουρανών.

  • Συνάντηση με την κ. Καίτη Φραγκίσκου-Καζούλη

    Συνάντησα την κ. Καίτη Φραγκίσκου- Καζούλη πριν από δέκα περίπου χρόνια στο σπίτι της στην Αθήνα, προκειμένου να της πάρω μια συνέντευξη, η οποία εξελίχτηκε σε  μια από τις ωραιότερες και μακρύτερες σε διάρκεια συνεντεύξεις   που έχω κάνει ποτέ.

    Η κ. Καίτη γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια τη δεκαετία του ‘20. Όταν κατά τη διάρκεια του πολέμου παντρεύτηκε τον Ίωνα Καζούλη, μετακόμισε στη βίλα- μέγαρο του πεθερού της, την οποίο συνήθιζε να αποκαλεί “το Καζουλέϊκο”. Ως μέλος πια αυτής της μεγάλης και εύπορης Αλεξανδρινής οικογένειας, έζησε μια ζωή “παραμυθένια”, όπως η ίδια λέει, την οποία θέλησε να μου διηγηθεί με κάθε λεπτομέρεια. Οι ενθυμήσεις σήμερα φιλοξενούν ένα μικρό μόνο τμήμα αυτής της συνέντευξης.

    Την ώρα που έφευγα μου εκμυστηρεύθηκε το εξής: «Πάντα ήθελα να γράψω την ιστορία  της οικογένειας, αλλά ποτέ δεν βρήκα τον χρόνο. Τώρα είμαι ήσυχη γιατί ξέρω ότι κάποιος την κατέγραψε». Μετά από ένα χρόνο η κ. Καίτη έφυγε από τη ζωή. Ας αφήσουμε, όμως, την ίδια να μιλήσει για τη ζωή της:

    «Ο πεθερός μου Μιχάλης Καζούλης ήταν ένας καταπληκτικός άνθρωπος.  Ήρθε λαθρεπιβάτης στην Αίγυπτο στις αρχές του 20ου αιώνα να δουλέψει στα βαμβάκια και αργότερα ίδρυσε τη δική του εταιρία βάμβακος την περίφημη Ms Cazouli&Co. Το 1910 παντρεύτηκε την Μαρίκα Δραγούμη με την οποία έκανε επτά παιδιά, και στο τέλος του πολέμου αγόρασε δύο υπέροχες βίλες στην Ιμπραημία. Την μια, στην οποίο έζησα κι εγώ μετά που παντρεύτηκα, την αγόρασε από τον γιο του Rudolf Hess ο οποίος ερχόταν κάθε χρόνο να μας επισκεφθεί.  Τότε, στη βίλα μέναμε εννέα άτομα, και είχαμε δεκαεπτά ανθρώπους για υπηρετικό προσωπικό, το φαντάζεσαι; Έξι Έλληνες και έντεκα Αιγύπτιους. Έμεναν σ’ ένα σπιτάκι στον κήπο, αλλά τρώγανε όλοι μαζί σε δική τους τραπεζαρία μέσα στο σπίτι. Εμείς είχαμε τη δική μας τραπεζαρία στον επάνω όροφο. Στις μιάμιση ακριβώς χτυπούσε το γκόνγκ για να μαζευτούμε και έπρεπε όλη η οικογένεια να είναι στο τραπέζι στην ώρα της. Το ίδιο γινόταν και για το πρωινό και για το βραδινό. Πολλοί στην Ελλάδα νομίζουν ότι εμείς οι Αιγυπτιώτες πατούσαμε επί πτωμάτων και εκμεταλλευόμασταν τους Αιγυπτίους, αλλά δεν ήταν καθόλου έτσι.  Ζούσαμε αρμονικότατα μαζί τους και υπήρχε μεγάλος σεβασμός. Πολλοί απ’ αυτούς μάλιστα, μετά που φύγαμε, δεν θέλανε να δουλέψουν σε άλλη οικογένεια και επέστρεψαν στα χωριά τους. Μας δίνανε τις υπηρεσίες τους, αλλά ήμασταν πάντα κοντά τους. Κάθε Χριστούγεννα για παράδειγμα, μαζεύονταν όλοι οι συγγενείς στο σπίτι και κόβαμε 35 κομμάτια βασιλόπιτας. Αλλά υπήρχε πάντα και μια πίτα για το προσωπικό και ένας ένας ερχόταν να πάρει το κομμάτι του. Ήμασταν πραγματικά μία οικογένεια και τους φερόμασταν άψογα.

    Σε ό,τι αφορά την αλεξανδρινή κοινωνία εκείνης της εποχής, θα έλεγα ότι ήταν μια οργανωμένη κοινωνία με μεγάλη ευαισθησία για τον άνθρωπο. Οι ευκατάστατες οικογένειες δεν ανέπτυσσαν κοινωνικές σχέσεις με τους ανθρώπους της κατώτερης τάξης, όμως δεν τους αγνοούσαμε. Υπήρχαν πολλά σωματεία που βοηθούσαν αυτή την τάξη των ανθρώπων που είχε ανάγκη. Γινόντουσαν συγκεντρώσεις, χοροί, τσάγια και μαζεύαμε πολλά χρήματα. Αυτή ήταν μια παροικία επιπέδου. Όλες οι κυρίες που είχαν τα μέσα εργάζονταν στα φιλανθρωπικά. Εγώ για παράδειγμα ήμουν πρόεδρος σε δύο σωματεία. Ό,τι μπορούσε να κάνει η κάθε μία, το έκανε, για να βοηθήσει τις φτωχές οικογένειες. Οι εκδηλώσεις που κάναμε ήταν μεγάλοι χοροί που άφηναν χρήματα και, όταν έρχονταν οι άντρες αργά το βράδυ για να λάβουν μέρος στη γιορτή, είχαν το χέρι στην τσέπη και μαζεύονταν πολλές χιλιάδες. Διότι τα σωματεία διέθεταν μεν τη δική τους στέγη από δωρεές μεγάλων ευεργετών, αλλά δεν είχαν κεφάλαιο να κινηθούν. Μετά ήρθε ο πόλεμος και πάλι η παροικία ήταν πρόθυμη να βοηθήσει. Ξεκίνησε «η φανέλα του στρατιώτη» από την Αργίνη Σαλβάγου και μας μοιράζανε θυμάμαι μαλλί και βελόνες, ενώ παράλληλα μας έδιναν οδηγίες για το πως να τις πλέξουμε. Όλα αυτά έγραψαν σελίδες πολύ ωραίες για τον ελληνισμό της Αιγύπτου.

    Μετά τις εθνικοποιήσεις αναγκαστήκαμε να φύγουμε. Μας πήραν την εταιρία, αλλά το σπίτι δεν μπόρεσαν να το πειράξουν. Αναγκαστήκαμε, όμως, να το πουλήσουμε τμηματικά για να μπορέσουμε να ζήσουμε. Εγώ έφυγα το 1965 και λίγους μήνες αργότερα το σπίτι γκρεμίστηκε και στη θέση του οικοπέδου χτίστηκαν 48 πολυκατοικίες. Ήταν πραγματικά ένα υπέροχο σπίτι κι εγώ ήμουν πολύ ευτυχισμένη ζώντας εκεί. Είχε έναν τεράστιο κήπο, τον οποίο δεν μπορώ να πω ότι ευχαριστήθηκα και πολύ γιατί ήμουν μονίμως απασχολημένη. Κάθε πρωί πήγαινα στα δύο φιλανθρωπικά σωματεία που είχα αναλάβει. Καμιά φορά σκέφτομαι, ότι ενώ είχα αυτόν τον καταπληκτικό κήπο, αντί να καλώ τους φίλους μου και να τον απολαμβάνω, ή να κάθομαι εκεί με  τα παιδιά μου, εγώ ήμουν απασχολημένη στους δρόμους της Αλεξάνδρειας. Βλέπεις όταν τα έχεις, τα θεωρείς όλα δεδομένα. Νομίζεις ότι θα είναι εκεί για πάντα. Μέχρι τη μέρα που φύγαμε δεν πίστευα πραγματικά ότι θα φεύγαμε. 

    Όταν ήρθαμε στην Ελλάδα συμβιβαστήκαμε, γιατί όλα είναι θέματα ψυχής. Όταν το πάρεις απόφαση και πεις ότι έως εκεί ήτανε και τελείωσε, τότε το αναπολείς με ομορφιά. Εγώ την Αλεξάνδρεια την αναπολώ ως κάτι πολύ ωραίο.

     Όταν ήμουν στην Αίγυπτο θεωρούσα ότι είχα μεγαλώσει τα παιδιά μου με αυστηρές αρχές και ότι δεν ήταν κακομαθημένα. Όταν όμως έφθασα στην Αθήνα και είδα τις συνθήκες ζωής των Αθηνών, είπα «είσαι τρελή, τι θα πει δεν είναι κακομαθημένα;». Από τον τρόπο ζωής στην Αίγυπτο εννοώ. Μέσα στο καζουλέϊκο για παράδειγμα, το πρωί η καμαριέρα θα βοηθούσε τα παιδιά να ντυθούν, μετά στην τραπεζαρία άλλη καμαριέρα θα τους βοηθούσε να πάρουν το πρωινό τους, και όταν πήγαιναν στο σχολείο τους περίμενε ο οδηγός. Όλα αυτά από τη μια μέρα στην άλλη χάθηκαν. Οι τρόποι συμπεριφοράς τους ήταν άλλου επιπέδου και παρεξηγήθηκαν. Παραδείγματος χάριν, τον γιο μου τον σνόμπαραν οι συμμαθητές του και του έλεγαν ότι τους κάνει τον αριστοκράτη. Αλλά έτσι είχε μάθει και ποτέ δεν μιλούσε για τη ζωή του στην Αλεξάνδρεια. Ευτυχώς τα παιδιά προσαρμόστηκαν αμέσως και ποτέ δεν παραπονέθηκαν. Είναι παιδιά που αν τα βάλεις με το βασιλιά της Ελλάδας ή με τον οδηγό του λεωφορείου θα αντιμετωπίσουν και τους δύο με τον ίδιο σεβασμό και κατανόηση. Βλέπεις η ζωή μας στην Αλεξάνδρεια είχε μια παράξενη δομή, την οποία δεν πιστεύω κανείς στην Ελλάδα να είχε, όσο πλούσιος κι αν ήταν. Ακόμα και σήμερα, οι πλούσιες οικογένειες των Αθηνών δεν θα είχαν τη δυνατότητα να ζήσουν έτσι ούτε για ένα μήνα. Πολλές φορές κλείνω τα μάτια μου και σκέφτομαι «θεέ μου, εγώ τα έζησα όλα αυτά;». Γιατί πραγματικά σαν παραμύθι τα θυμάμαι όχι σαν πραγματικότητα».

  • Εχθές

    Εχθές

    Εχθές, την Κυριακή το πρωί, κατευθυνθήκαμε προς την εκκλησία του Ευαγγελισμού. Επί της οδού Σαλέχ Σάλεμ στεκόταν πάλι εκείνος. Ο χωρίς πρόσωπο άνθρωπος. Από κάποιο φοβερό έγκαυμα, τα μάτια, η μύτη, τα αυτιά του είχαν αφανιστεί, είχαν μεταβληθεί σε μιαν απαίσια άμορφη μάζα, όπου μόλις διακρίνονταν από τις μελανές ουλές των χειλιών του ως χαίνουσα πληγή το στόμα του, για να βογγά δυνατά από μέσα του και να στενάζει η μάνα του ντουνιά, η Αίγυπτος.
    Αργότερα, κατηφορίσαμε προς τη θάλασσα. Διασχίσαμε την Cornice για να αντιληφθούμε κατά τρόπο εκτυπώτερο, εδώ στη βόρεια ακτή της Αφρικής, ότι η θάλασσα είναι το σύνορο του κόσμου.

    Το μεσημέρι στη στήλη του «Πομπηίου» και αργότερα στον αρχαιολογικό χώρο Kom el Shoqafa, χαμηλά στο πετρώδες έδαφος, ανάμεσα στα ερείπια, ανάμεσα στα μνημεία, διακριτικά και ταπεινά, σε τούφες από καταπράσινο χορτάρι, διάσπαρτες, εδώ και εκεί, πόσες μικρές μαργαρίτες ξεπροβάλλουν, ως ανοιξιάτικο προανάκρουσμα, ανασηκώνοντας το άσημο κιτρινωπό – από ατόφιο ζωντανό χρυσό – κεφαλάκι τους!

    Άραγε τι να σημαίνει η πραγματικότητα που ζούμε; Αυτή η οργανωμένη – θα έλεγε κανείς – αταξία; Η δυναστική αλογία της ερήμου, ανάμεσα σε υπέρογκα λίθινα μνημεία; Tι σημαίνουν λοιπόν οι ένδοξοι τάφοι, τι νόημα έχουν οι σαρκοφάγοι που εκτίθενται στα μουσεία και οι κατακόμβες με τις ανάγλυφες παραστάσεις και τις σπουδαίες τοιχογραφίες στην καρδιά της άσχημης πόλης; Γιατί η τέχνη είναι ασφυκτικά νεκρή, εγκλωβίζει σ’ένα περίκλειστο σχήμα, ενώ κάθε τι ζωντανό, αληθινό, είναι εύθραυστο, ασήμαντο και νοσεί προς θάνατον;

    Πόσο πρέπει να πονέσουμε Θέ μου μέχρι να σε ψηλαψίσουμε ζώντα;

    25η Φεβρουαρίου. Εχθές. Πέρασε ο Γενάρης και ο κουτσουρεμένος Φλεβάρης έπνεε και τότε, εν έτει 2006, τα λοίσθια. Τότε που – μετά το πέρας της θείας λειτουργίας στον Άγιο Νικόλαο Έγκωμης στη Λευκωσία – τρέξαμε επί ματαίω, παρασυρμένοι από τον ενθουσιαμό του πατρός Ιωάννη, για να προλάβουμεμε τις μυγδαλιές ανθισμένες, στις πλαγιές του Τρόοδος.

    Και κύλησε ο χρόνος κλεφτά στο σήμερα. Γλιστρήσαμε από της κλεψύδρας την αδιόρατη, στενήν οπή στην 26η Φεβρουαρίου. Είμαι ακόμα ένας δίχως πρόσωπο άνθρωπος, καθώς σφαλώ – μόλις εξερχόμενος απο το Προξενείο – πίσω μου την πόρτα και επιστρέφω στην οικία μου αναπολώντας το έκτακτο προ δεκαημέρου δειλινό. Είναι, όπως και τότε, ίδια η ώρα που αντίκρισα το χαροποιό, καταιγιστικό, πανευφρόσυνο θέαμα. Η ώρα η γλυκιά με την εσπερινή αύρα και το λεπτό πορφύρωμα στο ραγισμένο ορίζοντα, στα μάτια. Στον εξώστη του παρακειμένου της οικίας μου οικοδομήματος, του «Μάννα», στο οποίο προσφάτως μετεγκαταστάθηκε σύσσωμο το Γηροκομείο της Ελληνικής Παροικίας, αποχωρώντας από το κτίριο του «Κανισκερείου», που δόθηκε προς ενοικίαση σε Γαλλικό σχολείο, στέκονταν δύο τρόφιμοι του Γηροκομείου και τηρούσαν με θαυμασμό και έξαρση – ο ένας απ’ αυτούς χειροκροτώντας – σμήνη πουλιών που σε χωριστούς – πλην όμως διαρκώς μεταβαλλόμενους και κάποτε συμπλεκόμενους – σχηματισμούς, χόρευαν με μιαν απαράμιλλη χορευτική δεινότητα πάνω από τη συστάδα των ομοιόμορφα κουρεμένων αειθαλών δασύφυλλων δέντρων που κοσμούν τον προαύλιο χώρο του Τοσιτσαίου – Πρατσικείου Δημοτικού Σχολείου. «Κύριε Τάσο, αυτό το πανηγύρι επαναλαμβάνεται κάθε απόγευμα εδώ και μέρες. Είναι σπουργίτια. Σε λίγο θα γεμίσουν τα δέντρα, θα πέσουν όλα στα δέντρα για να δοξολογήσουν το Θεό!», μου φώναξε ο ένας απ’ αυτούς, ο κύριος Γιάννης. Δεν είμαι κανένας ρομαντικός, αλλά όταν στη συνέχεια μπήκα στο σπίτι μου, βροντοφώναξα: «Είδατε τι γίνεται έξω; Καταιγισμός χαράς, καταιγισμός ζωής αιφνίδιος!». «Τώρα το πήρες είδηση εσύ; Eμείς μέρες παρατηρoύμε το θέαμα αυτό από το παράθυρο..» με επέπληξε τρυφερά η γυναίκα μου. Στάθηκα λοιπόν και εγώ για ώρα στο παράθυρο και θωρούσα τα νέφη των φτερωτών αγγέλων να συστέλλονται και να διαστέλλονται με μιαν και μόνη πνοή – ποιός ήταν ο μαέστρος; – ζωγραφίζοντας ποικιλότροπα φανταστικά σχέδια – ποιός ήταν ο ζωγράφος; – ώσπου να πέσουν με κατακόρυφες βουτιές, ένα – ένα, λίγα – λίγα και, καταληκτικά, αθρόα σαν πούσι στα δέντρα. Ώσπου να πέσουν αθρόα στα κλαδιά της ψυχής μου για ν’αρχινίσουν τις τρίλιες τους, φουσκώνοντας και ξεφουσκώνοντας μέσα στο ελάχιστο στήθος τους, λίγο πριν λουφάξουν.

    Πέρασαν οι μέρες. Τα σπουργιτάκια τα ξέχασα. Και όταν αργότερα τα αναζήτησα πάλι δεν τα βρήκα, μέρες τώρα αδυνατώ να γίνω εκ νέου αυτόπτης μάρτυς, να αναστήσω εκείνη την έκτακτη καθημερινή ρουτίνα των απογευμάτων. Σαν εχθές, σα σήμερα – θα ήταν λες – που κούρνιασαν στα κλαδιά της ψυχής μου, που κούρνιασαν – ναι – μέχρι τη Βασιλεία των Ουρανών.

    Τάσος Θεοφιλογιαννάκος

  • Δημήτρης Παπαδημητρίου

    Δημήτρης Παπαδημητρίου

    Πολλοί σημαντικοί άνθρωποι του πνεύματος, από τον χώρο της κλασικής μουσικής όσο και από τον χώρο του έντεχνου τραγουδιού, κατάγονται από την Αλεξάνδρεια. «Και αυτό δεν είναι τυχαίο», μας λέει ο γνωστός αλεξανδρινός μουσικοσυνθέτης Δημήτρης Παπαδημητρίου. «Κάποιος αντίλαλος μιλάει στην ψυχή με ένα διαφορετικό τρόπο και υπάρχει μια περηφάνια γι αυτό». Συναντήσαμε τον κο Παπαδημητρίου πριν από μερικά χρόνια στο γραφείο του στο Τρίτο Πρόγραμμα του Ελληνικού Ραδιοφώνου και μας μίλησε για τη δική του σχέση με αυτή την πόλη.

    Δημήτρης Παπαδημητρίου
    Δημήτρης Παπαδημητρίου

    «Όσοι επέλεξαν την Αλεξάνδρεια ως τόπο κατοικίας ήταν όλοι άνθρωποι ανοιχτόμυαλοι, κοσμοπολίτες, ρομαντικοί και λάτρεις του εξωτικού με την έννοια της λατρείας του περίεργου και του παράξενου. Έχοντας γεννηθεί σ’ αυτή την πόλη, και έχοντας ζήσει εκεί μέχρι τα επτά μου χρόνια μπορώ να πω ότι έχω μια συναισθηματική και ιδεολογική σύνδεση.

    Όταν πρωτοήρθα στην Ελλάδα είχα το συναίσθημα του επαναπατρισμού ίσο με αυτό του εκπατρισμού, πολύ ανάμεικτο και περίεργο. Όμως η Ελλάδα εκείνη την εποχή δεν ήταν έτοιμη να δεχτεί τους αιγυπτιώτες, με αποτέλεσμα σιγά-σιγά το συναίσθημα του εκπατρισμού να υπερισχύσει. Ο λόγος ήταν πως η φτωχή Ελλάδα έπρεπε να μοιράσει το καρβέλι της σε ακόμα μικρότερα κομμάτια για να θρέψει όσους ήρθαν ξαφνικά, και οι οποίοι μέχρι τότε περνούσαν πολύ καλά. Άρα ήρθαμε σε έναν νέο χώρο ο οποίος δεν ήταν φιλικός, όπως νομίζαμε. Ήμασταν δακτυλοδεικτούμενοι και περίεργα στοιχεία και έπρεπε να ενταχθούμε ξανά σε μια νέα κατάσταση. Τέρμα η ανεμελιά της Αλεξάνδρειας. Επειδή όμως οι αιγυπτιώτες είναι ευγενικοί και μορφωμένοι άνθρωποι, το κλίμα άλλαξε και έγινε θαυμασμός. Αναίτιος θα έλεγα και ως ένα σημείο υπερβολικός, που εμείς οι ίδιοι δεν τον μοιραζόμαστε. Υπάρχει δηλαδή μέχρι σήμερα η αντίληψη, ότι, αυτομάτως, αφού είσαι αλεξανδρινός είσαι ένας μικρός Καβάφης που κυκλοφορείς ελεύθερος στους δρόμους. Αυτό φυσικά δεν ισχύει, ή ισχύει σε ένα μικρό ποσοστό.

    Εγώ, φεύγοντας από την Αλεξάνδρεια συνειδητοποίησα ότι εγκατέλειψα έναν δικό μου τρόπο ύπαρξης και δημιούργησα έναν άλλο, νέων προδιαγραφών για να αντέξει την αθηναϊκή πλέον ζωή. Σαν παιδί προσπάθησα να σβήσω από πάνω μου οτιδήποτε με χαρακτήριζε ως αιγυπτιώτη. Κι αυτό, γιατί ήρθα στην Ελλάδα σε μια ηλικία αρκετά ευαίσθητη, και τα ελληνικά που μιλούσα ήταν ανάμεικτα με αραβικές και γαλλικές λέξεις. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να γίνομαι αντικείμενο κοροϊδίας των συμμαθητών και των δασκάλων μου, οι οποίοι είχαν περίεργα συμπλέγματα. Και επειδή καταλάβαινα ότι δεν θα επιζούσα πολύ, αποφάσισα να σβήσω από τη μνήμη μου όλες τις γλώσσες που ήξερα και να ξεχάσω ότι ήμουν αλεξανδρινός. Όταν όμως κάποια στιγμή ισορρόπησα, άρχισε η ανασκευή και κατάλαβα ότι αυτός ήταν λόγος να νιώθω περήφανος. Θα έλεγα λοιπόν ότι σήμερα η Αλεξάνδρεια με κάνει να νιώθω ευχάριστα διαφορετικός.

    Τελικά, αυτό το οποίο είναι η Αλεξάνδρεια είναι ένα οικόπεδο. Πώς όλοι έχουν ένα κτήμα στο χωριό τους, που τους το έχει δώσει ο παππούς τους και έχουν χτίσει πάνω το εξοχικό τους; Εμείς αυτό δεν το έχουμε. Για εμάς το οικόπεδο είναι ιδεολογικό. Είμαστε θα έλεγα λιγότερο δεμένοι με τα υλικά αγαθά. Όχι ότι δεν ζούμε ωραία, αλλά επειδή μας έχει τύχει ο εκπατρισμός δεν είμαστε τόσο δεμένοι με το χωριό, το οικόπεδο, την ύλη. Οι αλεξανδρινοί δεν είναι τόσο ενθουσιασμένοι να σου πουν ότι είναι αλεξανδρινοί. Εμείς για παράδειγμα δεν ρωτάμε τους άλλους από πού είναι με τόσο πάθος. Εγώ τουλάχιστον δεν ρωτάω από πού είναι κάποιος που συναντάω. Αυτό είναι μια απόδειξη ότι με την Αλεξάνδρεια έχουμε μια ιδεολογική σύνδεση, και στην ερώτηση της καταγωγής που είναι μια συνηθισμένη ερώτηση, δεν απαντούμε με θέρμη. Αν όμως μας ρωτήσουν που πήγαμε σχολείο, ποιοι ήταν οι δάσκαλοί μας και πώς ζούσαμε, τότε ναι, μπορεί κανείς να διακρίνει μια νότα υπερηφάνειας».

     

  • Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Κοινότητας Αλεξανδρείας

    Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Κοινότητας Αλεξανδρείας

    Σε ένα έργο εξέχουσας ιστορικής, αλλά και πολιτισμικής σημασίας προχώρησε η Ελληνική Κοινότητα Αλεξανδρείας. Το αρχείο της Κοινότητας αποτελεί σημαντικό κομμάτι της ιστορικής διαδρομής της Ελληνικής Παροικίας της Αλεξάνδρειας και με γνώμονα αυτό η Κοινοτική Επιτροπή αποφάσισε να προχωρήσει στην υλοποίηση αυτού του μεγαλόπνοου εγχειρήματος. Για την υλοποίηση του έργου δημιουργήθηκε μία ομάδα με υπεύθυνο τον Διευθυντή του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού-Παράρτημα Αλεξάνδρειας κ. Μανώλη Μαραγκούλη. Την ομάδα στελεχώνουν η Βασιλική Λάγαρη και ο Αθανάσιος Κουτουπάς.

    Το έργο διακρίνεται σε τέσσερα στάδια στην παρούσα φάση, κατά την οποία η ομάδα θα προχωρήσει στην καταγραφή του αρχείου, στην οργάνωση του σε θεματικές ενότητες, στην καταλογοποίηση και στη δημιουργία βάσης δεδομένων. Με την ολοκλήρωση αυτής της φάσης προγραμματίζεται να ξεκινήσει και η ψηφιοποίηση του συνόλου του αρχείου με σκοπό τη διάσωση ιδιαίτερα σημαντικών εγγράφων που περιλαμβάνει το αρχείο και το πέρασμα του χρόνου ήδη έχει φθείρει, αλλά και την ευκολότερη πρόσβαση σε αυτό.

    Παράλληλα με τις παραπάνω ενέργειες προχωρά παράλληλα και η αναδιαμόρφωση του χώρου, στον οποίο βρίσκεται ήδη το αρχείο, ο οποίος πέρα από τα ράφια, στα οποία θα τοποθετηθούν οι φάκελοι με τα έγγραφα, θα αποκτήσει έναν υπολογιστή και ένα γραφείο που θα διαμορφώνουν το κατάλληλο περιβάλλον για να εργαστεί οποιοσδήποτε επιθυμεί να αξιοποιήσει ερευνητικά το περιεχόμενο του αρχείου. Και αυτός είναι και ο στόχος του προγράμματος. Πέρα από τη διάσωση και οργάνωση του αρχείου, η Κοινοτική Επιτροπή θεωρεί πολύ σημαντικό να υπάρχει η δυνατότητα σε ερευνητές και φοιτητές, που επιθυμούν να ασχοληθούν με την ιστορία της Ελληνικής Κοινότητας Αλεξανδρείας, να έχουν στη διάθεσή τους ένα πλήρως οργανωμένο αρχείο και έναν χώρο κατάλληλο για μελέτη.

    Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Κοινότητας Αλεξανδρείας
    Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Κοινότητας Αλεξανδρείας

    Το πόσο σημαντικό είναι το έργο φαίνεται και από το υλικό που υπάρχει στο χώρο του αρχείου, το οποίο περιέχει αρχεία ιδρυμάτων, σχολείων, συλλόγων, αλλά και άλλων κοινοτήτων. Αναφέρουμε ενδεικτικά κάποια από αυτά: Σωματείο «Αισχύλος-Αρίων», ΜΑΝΝΑ, Μπενάκειο Ορφανοτροφείο, Κανισκέρειο, Αντωνιάδειο Γηροκομείο, Αβερώφειος Σχολή, Τοσιτσαία-Ζερβουδάκειος-Πρατσίκειος Σχολή, Επαγγελματική Σχολή Αμφιέσεως, Σαλβάγειος Εμπορική Σχολή κ.α.

    Ο πρόεδρος της Ελληνικής Κοινότητας Αλεξανδρείας κ. Ιωάννης Σιόκας και ο επικεφαλής του έργου κ. Μανώλης Μαραγκούλης είναι ιδιαίτερα αισιόδοξοι ότι με την ολοκλήρωσή του το έργο της ορθής οργάνωσης του ιστορικού αρχείου της Ελληνικής Κοινότητας Αλεξάνδρειας, θα αποτελέσει πόλο έλξης έρευνας. Αυτό θα συντελέσει να φωτιστούν και άλλες άγνωστες πτυχές, μέχρι σήμερα, της ιστορίας της Ελληνικής Κοινότητας.

    Το έργο ξεκίνησε να υλοποιείται τον Νοέμβριο του 2012 και η πρώτη φάση του, που περιλαμβάνει την καταγραφή, την οργάνωση των θεματικών ενοτήτων, την καταλογοποίηση και τη δημιουργία βάσης δεδομένων υπολογίζεται να έχει ολοκληρωθεί μέχρι το τέλος Ιουνίου του 2013.

     

  • Ενθυμίσεις

    Οι «ενθυμίσεις» είναι μια στήλη που ευελπιστεί, μέσα από τις ανώνυμες αφηγήσεις Ελλήνων Αλεξανδρινών να ζωντανέψει μνήμες του παρελθόντος και να μεταφέρει την ατμόσφαιρα μιας εποχής που έχει πλέον περάσει.
    Για το πρώτο τεύχος ωστόσο, επιλέξαμε να παραθέσουμε την επώνυμη μαρτυρία ενός αγαπημένου Έλληνα Αλεξανδρινού που έφυγε πρόσφατα από τη ζωή, αλλά έμεινε μέχρι τέλους ένας ρομαντικός νοσταλγός του παρελθόντος. Συναντήσαμε τον αρχιτέκτονα κ. Παναγιώτη Λυσαίο πριν από μερικούς μήνες στην Αλεξάνδρεια και μέσα σε ένα κλίμα χαράς και συγκίνησης μας αφηγήθηκε τη δική του ιστορία. Όταν ήμουν μικρός και επέστρεφα στην Αίγυπτο μετά τις καλοκαιρινές μου διακοπές είχα πάντα την αίσθηση σαν να έκλεινε πίσω μου μια καγκελόπορτα που με απομόνωνε από τον έξω κόσμο και έχανα την επαφή με την Ευρώπη και την Ελλάδα και αυτό δεν μου άρεσε. Η Αλεξάνδρεια όμως πάντα με γοήτευε, κυρίως τα κτίρια της. Για εμάς τους Αλεξανδρινούς κάθε γωνιά της πόλης έχει και μια ιστορία να διηγηθεί. Στην Ελλάδα πολλές φορές αφαιρούμαι και επιστρέφω έντονα στους δρόμους της Αλεξάνδρειας. Μια μεταβίβαση του εγώ μου στην πόλη, ενώ το σώμα μου είναι στην Ελλάδα. Όταν όμως γυρίζω εδώ συμβαίνει κάτι περίεργο. Δημιουργείται ένα χάσμα και ξεχνώ ότι έχω φύγει και έχω δημιουργήσει οικογένεια. Και επιστρέφω πάλι στην παιδική μου ηλικία. Τα χρόνια που μεσολάβησαν είναι σαν να χάνονται, τα ξεχνάω, και ενώνεται το παρελθόν με το παρόν. Σαν να υπάρχει ένα bypass . Σαν να μην έφυγα ποτέ. Αυτό που μου έχει μείνει χαραγμένο στη μνήμη είναι η εικόνα της παραλιακής οδού, της Κορνίς. Τα καλά θυμάσαι όταν φεύγεις. Την πόλη όμως δεν την ξέρουμε καλά εμείς οι Έλληνες Αλεξανδρινοί. Πολλοί από εμάς καθημερινά κάναμε την ίδια διαδρομή και δεν ξεφεύγαμε, σε σημείο που αν μπορούσαμε να δούμε τα χνάρια των παπουτσιών μας, θα είχαν χαραχθεί αυτοί οι δρόμοι. Σπίτι, όμιλος, ένωση, σπίτι. Αυτό το τρίγωνο κάθε μέρα το καλοκαίρι, ενώ το χειμώνα, σπίτι, σχολείο, σπίτι, σινεμά, αστέρια, σπίτι. Λίγοι από εμάς έχουμε πάει στο επταστάδιο ή στις κατακόμβες. Τώρα βλέπω την πόλη διαφορετικά. Τότε όμως ήταν χαραγμένα τα βήματά μας. Η αλήθεια είναι ότι εγώ θεωρούσα πάντα τον εαυτό μου πολίτη της γης, όχι κάτοικο χώρας. Δυστυχώς ένα πράγμα που κουβαλάμε εμείς οι Αλεξανδρινοί είναι ότι έχουμε δύο πατρίδες, αλλά και στις δύο είμαστε ξένοι ως προς τους τρίτους. Στην Αίγυπτο ήμουν «ο Έλληνας αρχιτέκτονας» ενώ στην Ελλάδα, «ο Αιγύπτιος ήρθε». Όχι υποτιμητικά. Επίσης είμαστε πολύ ρομαντικοί Έλληνες, επειδή μας λείπει η πατρίδα μας, ένα μέρος που να μπορούμε να ενταχθούμε. Όσο ζούσα εδώ ήθελα να πάω στην Ελλάδα, μόλις όμως έκανα οικογένεια και παιδιά τότε δεν μου έλειπε η Αίγυπτος. Τώρα όμως που επέστρεψα για δουλεία δεν μου λείπει η Ελλάδα, αλλά η οικογένειά μου. Επίσης συγγένεια νιώθω περισσότερο με τους Έλληνες αιγυπτιώτες, όχι με τους Ελλαδίτες. Ποτέ δεν κατάφερα να αποκτήσω Ελληνικό κύκλο, ίσως γιατί ήμουν πάντα πολύ δεμένος με τους Αιγυπτιώτες. Στην Ελλάδα βλέπεις δεν υπάρχει η ένωση. Η ένωση είναι φοβερός συνδετικός κρίκος.

  • Κωνσταντίνος Καβάφης

    Κωνσταντίνος Καβάφης

    Η μορφή του Καβάφη σε χαρακτικό της Ασπ. Παπαδοπεράκη. Ευγενική προσφορά
    Η μορφή του Καβάφη σε χαρακτικό της Ασπ. Παπαδοπεράκη. Ευγενική προσφορά

    Στην αρχή της σχετικής στήλης αναγράφονται τα ακόλουθα: Στη στήλη “Η Αλεξάνδρεια του χτες” θα ανθολογούνται ποιήματα που γράφτηκαν στην Αίγυπτο από ποιητές της παροικίας και της Ελλάδος κατά τον χρόνο διαμονής τους εκεί, σύντομα διηγήματα, χρονογραφήματα, ειδήσεις, δημοσιογραφικά ρεπορτάζ για την κοινωνική και καθημερινή ζωή των αλεξανδρινών, τα οποία δημοσιεύτηκαν στις αιγυπτιώτικες εφημερίδες, στα φιλολογικά και ποικίλης ύλης περιοδικά ή σε αυτοτελείς εκδόσεις περασμένων χρόνων. Κατά καιρούς, πάλι, θα παρουσιάζονται σε αδρές γραμμές το έργο και ο βίος προσωπικοτήτων της πολιτιστικής και διανοητικής ζωής για να δοθεί η δυνατότητα στους σημερινούς αναγνώστες να γνωριστούν με πρόσωπα και ιδεολογικά κινήματα που συνέβαλαν στη δημιουργία της αιγυπτιώτικης πολιτισμικής φυσιογνωμίας

    Ανατύπωση από το βιβλίο του Δημ. Δασκαλόπουλου και της Μαρίας Στασινοπούλου, "Ο βίος και το έργο του Κ.Π.Καβάφη", εκδ. Μεταίχμιο
    Ανατύπωση από το βιβλίο του Δημ. Δασκαλόπουλου και της Μαρίας Στασινοπούλου, “Ο βίος και το έργο του Κ.Π.Καβάφη”, εκδ. Μεταίχμιο
    Ανατύπωση από το βιβλίο του Δημ. Δασκαλόπουλου και της Μαρίας Στασινοπούλου, "Ο βίος και το έργο του Κ.Π.Καβάφη", εκδ. Μεταίχμιο
    Ανατύπωση από το βιβλίο του Δημ. Δασκαλόπουλου και της Μαρίας Στασινοπούλου, “Ο βίος και το έργο του Κ.Π.Καβάφη”, εκδ. Μεταίχμιο